Απο που να ξεκινησω για τον Lemonostifti.... απ τα video του.. απ τις street φωτογραφιες του... απ τις εκπομες του στο indieground radio ή απ τις φοβερες αναρτησεις στο blog του..δεν ξερω...Αυτο που ξερω ομως ειναι οτι χαιρομαι πραγματικα που τον γνωρισα εστω και ιντερνετικα και ας μη μας εχει αξιωση ακομα μετα απο εξι χρονια γνωριμιας να τα πουμε απο κοντα.
Νομιζω οτι φετος ειναι η χρονια μας τσιφτη μου.
Track List 1The Feelies - Loveless Love [Crazy Rhythms, 1980]
2 Melanie - Some Say (I Got Devil) [Gather Me, 1971] 3 Television Personalities - In A Perfumed Garden [They Could Have Been Bigger Than The Beatles, 1982] 4 The Shaggs - I'm So Happy When You're Near [Philosophy Of The World, 1969] 5 Blue Orchids - Bad education [The Greatest Hit (Money Mountain), 1982] 6 Beau Brummels - I Will Go [1966?, Good Time Music, 1983] 7 The Go-Betweens - Bad Debt Follows You [Before Hollywood, 1983]
8 The Chap - Do It [The Horse, 2003] 9 The Troggs - Cousin Jane [Trogglodynamite, 1967] 10 Yazoo - Winter Kills [7’’ Don’t Go, 1982] 11 Tuxedomoon - (Special Treatment For The) Family Man [Scream With a View, 1979] 12 Tangerine Dream – Movements of a Visionary [Phaedra, 1974] 13 Portishead - The Rip [Third, 2008] 14 Roxy Music - Strictly Confidential [For Your Pleasure, 1973] 15 The Damned - Feel The Pain [Damned Damned Damned, 1977]
16 The Langley Schools Music Project - Space Oddity [1976, Starman, a tribute to D.Bowie 2003] 17 Eddie Gale - The Rain [Ghetto Music, 1968]
The Wailers had coalesced from a crude instrumental combo with hits like "Tall Cool One" into a storming rock'n'soul outfit by the early 1960s, and the Spanish Castle in the DMZ between Seattle and Tacoma was their home turf. Modeling themselves somewhat on the scale of a small-change soul revue, they sported instrumental workouts from the band built around Mike Burk's propulsive and exciting drumming ("Shivers," "Sac O'Woe") and Rich Dangel's bluesy guitar playing ("San-Ho-Zay"), along with the triple threat of vocal turns from piano/organ pounder Kent Morrill (a nice reprise of "Dirty Robber" from the Golden Crest album) and featured band vocalists Rockin' Robin Roberts ("Rosalie," "Since You've Been Gone") and Little Gail Harris ("All I Could Do Was Cry," "I Idolize You").
These are the Fabulous Wailers you hear on this disc: a groundbreaking band in their prime on their home turf. An added bonus to this ultra-important live album -- and make no mistake about it, every Northwest band from the Kingsmen to the Raiders to the Sonics on down were influenced by this band and this record -- are the inclusion of two bonus tracks, both sides of the original Etiquette/Wailers/Rockin' Robin Roberts single of "Louie Louie" and "Mary Ann." Undoubtedly one of the most influential albums in Seattle rock & roll history.
Αυτόν το δίσκο έχω να τον ακούσω απ το 90-91. Ηταν η εποχή που ψαχνόμασταν μουσικά γενικότερα. Τότε δεν υπήρχε η δυνατότητα του internet οπότε ότι καινούργιο αγοράζαμε ήταν σχεδόν στα τυφλά. Τους Foreign Affair μου τους είχε προτείνει ένας αρκετά μεγαλύτερος μου φίλος dj. Δεν ήταν και απ τα mainstream γκρουπ που έπαιξαν στα clubs και τα ραδιόφωνα της Ελλάδας οπότε αυτός ήταν ένας καλός λόγος να εντυπωσιάσεις φίλους και γκομενίτσες.
Αν και αγόρασα τον δίσκο ζήτημα να τον άκουσα 2 φορές. Και αυτό γιατί στα δέκα electro pop κομμάτια του δίσκου αρκετά απ αυτά περιέχουν αραβικές κλίμακες δίχως όμως να ξεφεύγουν από το σκοτεινό electro ύφος. Αυτό τότε δεν ξέρω αλλά δεν έκανε στα αυτιά μου.
24 χρόνια μετά όπως και για πολλά αλλά πράγματα στη ζωή αναθεωρείς έτσι και για αυτόν το δίσκο..
O Sakharof ξεκίνησε την καριέρα του στην ηλικία των 16 ως μέλος των Cosmic Dream. Ένα άλλο μέλος της μπάντας ήταν ο φίλος του, Rami Fortis.
Η πρώτη του αναγνωριση ήταν στη δεκαετία του '80. Αμέσως μετά τη στρατιωτική του θητεία ο Sakharof πέταξε στο Βέλγιο, όπου διετέλεσε ιδρυτικό μέλος της post-punk μπάντα Minimal Compact. Προκειτε για τη πρώτη Ισραηλινή μπάντα που κάνει σημαντική επιτυχία έξω από το Ισραήλ.
Οι Minimal Compact ηχογράφησαν έξι άλμπουμ στο label Crammed Discs. Το 1988, μια προγραμματισμένη περιοδεία για τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ μιας και τα μέλη δεν μπορούσαν να πάρουν visa. Αυτό προφανώς ήταν και μια αιτία που η μπάντα διαλύθηκε. Ο Sakharof και ο κιθαρίστας των Minimal Compact Rami Fortis μετά από αυτό, άρχισαν μια παρατεταμένη περίοδο συνεργασίας, δημιούργησαν τους Foreign Affair επιστρέφοντας τελικά στο Ισραήλ.
Γεννημένος στις 4 Μαρτίου 1944 στο Cleveland του Ohio από 10 ετών
βοηθούσε τα αδέλφια του στο συγκρότημα Womack Brothers κάνοντας φωνητικά
στον gospel ήχο τους.
Το 1956 τους ανακάλυψε ο Sam Cook, άλλαξε το όνομά τους σε Valentinos και έδωσε στο συγκρότημα πιο Soul κατεύθυνση που τους χάρισε επιτυχίες όπως τα Lookin' For Love και It's All Over Now που διασκεύασαν με επιτυχία οι Rolling Stones. Το 1964 με τον ξαφνικό θάνατο του Sam Cooke, διέλυσαν. Σκανδαλώδης χαρακτηρίστηκε από τον τύπο της εποχής ο γάμος του με τη
χήρα του Cooke τρεις μόλις μήνες μετά τον θάνατο του θρύλου της σόουλ.
Στις αρχές του '70, ο Womack έπαιξε σε ηχογραφήσεις ονομάτων όπως οι Rolling Stones, Aretha Franklin, Wilson Pickett, Sly Stone κα.Έπειτα από μερικές επιτυχίες της δεκαετίας του ’70 όπως το ‘It’s All
Over Now’ και το ‘Across 110th Street’, ο Womack, αντιμετωπίζοντας
περιπέτειες εθισμού κι υγείας, περιήλθε για τουλάχιστον δύο δεκαετίες σε
δημιουργικό τέλμα. Στον νέο αιώνα συμμετείχε σε τραγούδι των Gorillaz και κυκλοφόρησε ένα πολύ καλό προσωπικό άλμπουμ. Είχε ετοιμάσει υλικό για ένα νέο άλμπουμ με τίτλο The Best Is Yet To Come με συμμετοχές όπως λέγεται από ονόματα όπως οι Ron Isley, Stevie Wonder, Rod Stewart και Snoop Dogg.
Το 2009 μπήκε στο Rock and Roll Hall Of Fame.
Taste :
Bobby Womack - And i love her (from lp Understanding 1972 )
Bobby Womack - Everything is beautiful (from lp Communication 1971 )
Bobby Womack - Across 110th Street (from soundtrack Across 110th Street 1972)
Bobby Womack - The Look Of Love (from lp Facts Of Life 1973)
Bobby Womack - Git It (from lp I Don't Know What The World Is Coming 1975)
Garage garage garege. Ναιιι αλλα αυτη τη φορα garage made in Greece!!!!δια χειρος Chris Mellios.Ετσι για να ξεκινησει ωραια το Σ.Κ.Συντομα πληροφοριες και για το ραδιοφωνικο του ραντεβου στο black duck radio. Tο ακους στο τερμα.
Track List : 1 Yesterday's Thoughts - girl you're gonna cry 2 The Permanent Show - big nose trip
3 The Sound Explosion - watch yourself 4 The Meanie Geanies - no more 5 The Jacks - baby 6 The Sound Explosion - every day and night 7 The Walking Screams - she lies 8 The Odd Mods - university girl 9 The Mongrelettes - mon mec a moi 10 The Cardinals - mary lou 11 The Basements - heart of stone 12 The Psykicks - sad lil girl
13 The Snails - heartbreaker 14 The Social End Products - kaleidoscopic path 15 The Frantic V - i believe in you 16 The Teddyboys From The Crypt - ceaseless addiction 17 The B-Sides - hey mister 18 The Basements - i'm dead 19 The Sound Explosion - lost in tyme 20 Yesterday's Thoughts - why can't you see
Ο πρώτος του δίσκος που κυκλοφόρησε στην Ιταλία το 1966 κάτω από την ετικέτα της Durium records. Αμερικάνος στην καταγωγή που οι συγκυρίες τον έκαναν να βρεθεί στη γείτονα χώρα στις αρχές της δεκαετίας του '60. Με την πενταμελή ορχήστρα του δημιουργούν το Sabbato Sera Νο1 (κυκλοφόρησε ακόμη με το ίδιο εξώφυλλο, τον ίδιο τίτλο και στην ίδια εταιρεία και Νο2). Ο δίσκος μπαίνει με το "Stasera Mi Butto" κλασσική Ιταλική επιτυχία, που μαζί με τα Έ Lasciatemi Stare", "Dove Credi Di Antare" επιδιώκουν να γίνουν δημοφιλείς στην χώρα όπου εδρεύουν. Κοντά στη φωνή του (early) Tom Jones, με περισσότερα μαύρα στοιχεία, διασκευάζουν υπέροχα τα "The Beat Goes On", "Reach Out I'll Be There" και παίζουν με μοναδική ειρωνεία το "Don't Play That Song" που στηρίζεται στα riffs του "Stand By Me".
Και όλα αυτά έως την στιγμή που ακούγεται το "Can't Ask No More" που από μόνο του είναι αρκετό για να μας δημιουργήσει ένα bueno Sabato sera. Κυκλοφόρησε περίπου την ίδια εποχή και στην Ελλάδα από την Music Box.
26.7.85 Culture Club Depeche Mode Stranglers Τζιμης Πανουσης & Οι Μουσικες Ταξιαρχιες (δεν επαιξαν).
Line Up: 27.7.85 The Clash Nina Hagen Band The Cure Talk Talk Telephone
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για την ανακήρυξη της Αθήνας ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας για το 1985, το Υπουργείο Πολιτισμού, με επικεφαλής τη Μελίνα Μερκούρη και με τη συνεργασία ντόπιων και ξένων ιδιωτικών εταιρειών (Τέντα, Nouvelles Frontiers), διοργάνωσε το καλοκαίρι το Rock In Athens, το πρώτο μεγάλο φεστιβάλ rock μουσικής στον ελλαδικό χώρο. Μια τέτοια εκδήλωση ήταν πρωτόγνωρη για την Ελλάδα, αφού ως εκείνη τη στιγμή οι περιορισμένες συναυλιακές εκδηλώσεις, οι οποίες είχαν ξεκινήσει ουσιαστικά από τις αρχές της δεκαετίας, αφορούσαν είτε ένα σχετικά μικρό κοινό που γέμιζε το γήπεδο του Σπορτινγκ (π.χ. Police, Eloy, Koko Taylor, το indie τριήμερο κλπ.) είτε μεμονωμένους μουσικούς με ευρύτερη απήχηση στο rock ακροατήριο (π.χ. Rory Gallagher).
Παρά το ετερόκλητο της συνθέσεως του Rock In Athens κοι την εμφάνιση κάποιων δε υτεροκλασάτων ονομάτων, επρόκειτο για ένα καινοφανές γεγονός για τα ελληνικά δεδομένα και υπήρχαν αρκετοί σημαντικοί λόγοι για να το παρακολουθήσει κανείς. Πρώτα απ' όλα ήταν η παρουσία των Clash, η οποία έμελλε να είναι η τελευταία επί σκηνής παρουσία της μπάντας, και κατά δεύτερο λόγο η εμφάνιση των ήδη γνωστών Stranglers και των νεοκυματικών Cure. Δίπλα σ' αυτούς υπήρχαν οι καλλιτεχνικά και εμπορικά ανερχόμενοι Depeche Mode και οι παρεξηγημένοι εκείνα τα χρόνια Talk Talk. Last but not least,οι Culture Club και η κομψευόμενη λευκή soul/reggae/pop τους. Εντούτοις το Rock In Athens συγκέντρωσε τον αναμενόμενο κόσμο (25.000-30.000 θεατές για κάθε ημέρα), γεγονός που εξηγείται αφενός από το ότι έγινε κατακαλόκαιρο (ως γνωστόν τον Ιούλιο οι Έλληνες εκδράμουν εις παραλίας και εξοχάς) και αφετέρου από την «αλμυρή» τιμή του εισιτηρίου (2.000 δρχ., αν δεν με απατά η μνήμη μου). Αυτό το τελευταίο μάλιστα στάθηκε αφορμή για να ξεσπάσουν επεισόδια έξω από το Στάδιο, όταν κάμποσες εκατοντάδες τσαμπατζήδες επιχείρησαν να εισέλθουν στον χώρο της συναυλίας για να παρακολουθήσουν τους Stranglers. Τα επεισόδια αυτά είχαν ως αποτέλεσμα το εορταστικό γεγονός να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από μεγάλη μερίδα του Τύπου, προβάλλοντας αφενός έναν αντιπολιτευτικό λόγο και αφετέρου την απέχθεια τους απέναντι στους «ροκάδες». Μιλάμε για εποχές, όπου η σχέση του Ημερήσιου και Περιοδικού Τύπου με το rock ήταν ανάλογη με αυτή του ...παστουρμά και της βανίλιας!
Στο καθαυτό μέρος της συναυλίας η ηχητική και τεχνική υποστήριξη ήταν άψογες, σε αντίθεση με τις προαπαιτούμενες και στοιχειώδεις διευκολύνσεις προς το κοινό, - ανυπαρξία τουαλετών, έλλειψη πόσιμου νερού, υπερτιμημένα αναψυκτικά κλπ. Όλα αυτά πάντως δεν εμπόδισαν το κοινό να χορεύει πάνω στα λευκά (;) μάρμαρα του Σταδίου ακούγοντας, π.χ., τους Clash να ισοπεδώνουν κάθε τι στο διάβα τους. Η εμφάνιση των Stranglers το απόγευμα της πρώτης ημέρας αδικήθηκε κατ' αρχάς από ακατάλληλων της ώρας (υπό το φως της ημέρας, όλοι οι βρικόλακες εξασθενούν και διαλύονται), παρά το θερμό της υποδοχής ενός μεγάλου μέρους του κοινού. Το μεγαλύτερο μέρος του σετ των Stranglers βασίστηκε στην επιτυχημένη περίοδο τους (αυτή μετά το 1981) με μια σειρά τραγουδιών ("Golden Brown", "Strange Little Girl", "European Female", Νo Mercy", "Skin Deep" κ.ά.) τα οποία ακούγονταν μια χαρά στο στερεοφωνικό του σπιτιού μας, όχι όμως και στο αχανές καλλιμάρμαρο. Η πρώτη ευχάριστη έκπληξη της βραδιάς ήταν μάλλον οι Depeche Mode, οι οποίοι είχαν ήδη μια επιτυχημένη πορεία στα βρετανικά charts με μια σειρά από electro pop singles, ο ήχος τους και η παρουσία τους όμως είχε αρχίσει να αποκτά έναν εκλεκτικότερο χαρακτήρα με βιομηχανικά beats, φουτουριστικά μοτίβα και ακάθαρτη θεματολογία (π.χ. "Masters And Servants", "Blasphemous Rumours", "Shake The Disease"). Η εμφάνιση τους εκείνο το βράδυ έβγαλε κάμποσους από τα σκοτάδια της άγνοιας και της εθελοτυφλίας.
Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τον Boy George και τους Culture Club, παρ' ότι άξιζαν πολύ περισσότερο από τη χλεύη και τη βιαιότητα που εξέφρασε μια μεγάλη μερίδα των θεατών. Τις μέρες εκείνες οι Culture Club είχαν ήδη περάσει στην κατιούσα φάση της καριέρας τους. Οι μέρες των "Do You Really Want To Hurt Me", "Time", "Church Of The Poisoned Mind", "Karma Chameleon" είχαν περάσει ανεπιστρεπτί και η επερχόμενη προσωπική τραγωδία του Boy George διαφαινόταν στον ορίζοντα. Όλα αυτά όμως δεν είχαν να κάνουν με την τότε εμφάνιση τους. Απλώς η ελληνική rock κοινότητα (;) της εποχής εκείνης (μεταξύ των οποίων και οι τότε συντάκτες του Ποπ+Ροκ είχε ξεκάθαρες απόψεις (την τύφλα τους!) περί ομοφυλοφιλίας (φτου!) και χορευτικής pop μουσικής (μπλιαχ!). Πώς μπορούσε ένας καραγκιόζης, μια γκέισα, να εμφανίζεται μετά τους macho άνδρες-στα-μαύρα (βλ. Stranglers); Έτσι, ο κόσμος τούς υποδέχθηκε με κάθε είδους ιπτάμενο αντικείμενο που μπορούσε να εκσφενδονίσει και τα σχόλια που ακούγονταν κάθε άλλο παρά κολακευτικά ήταν.Φυσικά, όποιος είχε αφτιά μπορούσε να ακούσει τη φοβερή μπάντα που τον συνόδευε, αλλά και να αντιληφθεί πως οι Culture Club είχαν γράψει μερικά pop τραγουδάκια που άξιζαν πολύ περισσότερο από κάποιες rock δισκοθήκες. Το σετ της επόμενης ημέρας ξεκίνησε με τους Telephone, ένα από τα πλέον επιτυχημένα συγκροτήματα του γαλλικού rock. Γάλλοι και rock όμως είναι από τη φύση τους ασυμβίβαστες έννοιες, κι έτσι το live τους ισοδυναμούσε με ...πεολειξία από ψείρα. Στη συνέχεια στη σκηνή ανέβηκαν οι Talk Talk, οι οποίοι δεν έχαιραν και μεγάλης εκτίμησης στους κύκλους του εναλλακτικού rock. Κάτι η διπλή επανάληψη του ονόματος τους (οπότε ο κόσμος τους κατέτασσε, μάλλον άδικα, στην ίδια κατηγορία με νερόβραστους νέο ρομαντικούς τύπους όπως οι Duran Duran), κάτι η α-λα Bryan Ferry μελοδραματική ερμηνεία του Mark Hollis, κάτι οι μικρές επιτυχίες των "It's My Life" και "Such A Shame", κάτι ...γενικώς μας έκανε να τους ακούσουμε με μισό αφτί. Οι Talk Talk μπορεί πλέον να έχουν επαναξιολογηθεί, και δη μετά το "The Colour Of Spring" του 1986, πάντως εκείνο το απόγευμα αποτέλεσαν την ιδανική υπόκρουση για την περιπλάνησή μας ανάμεσα στον κόσμο. Τρίτοι στη σειρά εμφανίστηκαν οι Cure, οι οποίοι το 1985 ήταν ένα από τα αγαπημένα συγκροτήματα των ελλήνων ακροατών του νέου rock. Αρκετοί ήταν αυτοί που είχαν ακούσει και εκτιμήσει άλμπουμ όπως το "Seventeen Seconds" (1980), το "Faith" (1981), το "Pornography" (1982) και το "The Top" (1984). Το σκυθρωπό, ελαφρώς γοτθικό ύφος των τραγουδιών τους ταίριαζε μ' ένα κομμάτι της ψυχοσύνθεσης των Ελλήνων. Μέσα λοιπόν σε σύννεφα ξηρού πάγου έκαναν την εμφάνιση τους οι αραχνοειδείς Cure. Αυτό που ακολούθησε δεν ήταν το αναμενόμενο, ελαφρώς βαρετό σετ τους, αλλά μια δυναμική και ρυθμική απόδοση σπαρασσόμενων τραγουδιών, με αποκορύφωμα την τρομακτική εκτέλεση του "100 Years" από το "Pornography". Αυτή ήταν η πραγματικά πρώτη μεγάλη στιγμή του φεστιβάλ, η οποία και έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μου. Το χοντρό ανέκδοτο του διημέρου απεδείχθη η εκ Γερμανίας σοπράνο (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων) του punk Nina Hagen). Το όλο σόου της ήταν μια εκτρωματική επίδειξη κακογουστιάς και υπερβολής (το γεγονός πως η Nina Hagen είχε γνωρίσει ιδιαίτερη επιτυχία στην Αυστραλία νομίζω πως μιλάει από μόνο του). Αρκεί να σας αναφέρω τη συνεχή αλλαγή κοστουμιών, το ντεκόρ της σκηνής (ένας ιπτάμενος δίσκος!), τον μπασίστα με τα ινδιάνικα φτερά, τους τίτλους των τραγουδιών ("African Reggae", "Russian Reggae", "Ekstasy Drive") και τη διασκευή στο "Ballroom Blitz" των Sweet για να αντιληφθείτε το γελοίον της υπόθεσης.
Ευτυχώς όμως οι Clash, οι οποίοι έκλεισαν θριαμβευτικά το διήμερο, δεν ήταν το κερασάκι στην τούρτα, αλλά ολάκερη η τούρτα, και μάλιστα εντελώς απρόσμενα. Το 1985 οι Clash ήταν κατ' ουσίαν ανύπαρκτοι. Το τελευταίο τους άλμπουμ "Combat Rock" είχε κυκλοφορήσει τρία χρόνια πριν, το 1982. Ο κιθαρίστας Mick Jones είχε αποχωρήσει από το 1983 και η τελευταία τους επιτυχία ήταν το "Should I Stay Or Should I Go" του 1982. Τους Clash, εκείνο τον καιρό, αποτελούσαν οι Strummer και Simonen από την αρχική σύνθεση, μαζί με τους νέους Nick Shepherd, Vince White και Pete Howard. Τρεις κιθάρες και όποιον πάρει ο χάρος! «Η είσοδος τους στη σκηνή ισοδυναμούσε με πυρηνική έκρηξη...». Για μένα, όπως ακόμη τους θυμάμαι σήμερα, ήταν πέντε τιτάνες που εκσφενδόνιζαν ηχητικά θραύσματα μεγατόνων σε άμοιρους, αλλά ευτυχείς, θνητούς. Το σετ των Clash (τι να αναφέρεις εδώ...) ήταν ένας rock 'n' roll σεισμός, ένα κάλεσμα στα όπλα και τη γιορτή, ένα πανηγύρι ζωτικής ενέργειας. Έξι μήνες μετά οι Clash είχαν περάσει οριστικά στην ιστορία.
Κάπως έτσι έκλεισε το Rock In Athens του 1985, αφήνοντας πίσω του κάποιες σκόρπιες μνήμες που άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου. Στο editorial του Ποπ+Ροκ ο Γιάννης Πετρϊδης έγραφε: «Ήταν το πιο σημαντικό μουσικό γεγονός της τελευταίας 20ετίας (σ.σ.: σε σχέση με την εμφάνιση των Rolling Stone στη δεκαετια του '60) για το rock στην Ελλάδα.
Ήταν ένα συναρπαστικό ακρόαμα. Και θέαμα... Το φεστιβάλ Ροκ '85 της Αθήνας ανηκει πια στο παρελθόν. Αλλά εγγράφεται με ανεξίτηλη μελάνη στο ρεπερτόριο των αναμνήσεων μας. Ευχάριστων αναμνήσεων.By Νικος Μποζινακης 30 χρονια festival
Rock in Athens 1985 - The CURE
Rock in Athens 1985 - The Stranglers - Midnight summer dream
Rock in Athens 1985 - Culture Club - Karma Chameleon
Rock in Athens 1985 - Talk Talk - Tomorrow Started
Cy Coleman did have smll impact on jazz scene, but his major importance comes as composer and force in theater. He had a recital at Steinway Hall at the age of six, and was playing Manhattan super clubs at 17. Coleman formed a trio in 1948 while still a student at New York College of Music. He began to attract attention with two hit singles he wrote done by Frank Sinatra in the '50s; "Try to Change Me Now" and "Witchcraft." He also penned "Firefly" for Tony Bennett in 1958. The musical "Wildcraft" which he did with lyricist Carolyn Leigh starred Lucille Ball in 1960. Then came string of stage successes, including "Little Me," "Sweet Charity" and "Seesaw." Since then, Coleman's had other stage hits, notably "Barnum." He's also had songs featured in films, covered by Barbra Streisand and many others. Coleman has also periodically recorded albums. Mark Murphy did LP of Coleman material in 1977.
Cy Coleman, composer of "Playboy's Theme" for Hugh Hefner's short-lived late night variety show, gave it his own shot on The Ages of Rock: Cy Coleman Plays the Classic Beat , which featured Coleman on piano and harpischord in front of a whomping string section.
The best funky album you could ever find by Galt MacDermot! Unlike some
of Galt's other records, which have a few funky tracks and some other
ones that aren't as great, this hand-picked collection is funky all the
way through – and every cut's a monster! All the work still has that
great offbeat sound that you'd expect from Galt's funky soundtracks –-
and the playing is tight and funky, ver much in a classic early 70s jazz
funk mode, especially on the drums, which are often handled by Idris
Muhammad or Bernard Purdie. And even better, none of these songs have
ever been issued before – and even though a few titles might be familiar
from other recordings, the versions on this album are completely funky,
often more so than the ones you might know!
Η θεατρική διάσταση του rock γνώρισε στο πρόσωπο του Arthur Brown τον πρώτο και ιδανικό εκφραστή της.
Και αν τα ψυχεδελικά κουδουνάκια του ξάφνιασαν, ενώ οι αιγυπτιακές φορεσιές μαζί με το έντονο μακιγιάζ του εντυπωσίασαν, εκείνο που αποτέλεσε σημείο αναφοράς των εκκεντρικών εμφανίσεων του ήταν η φλεγόμενη περικεφαλαία που φορούσε για να δραματοποιήσει το πρώτο και μοναδικό χιτ του, το "Fire", το οποίο έγραψε ο Vincent Crane. Ο φερώνυμος δίσκος των The Crazy World Of Arthur Brown κυκλοφόρησε το 1968 και ήταν ταυτόχρονα ο τελευταίος τους, αφού αποσχίστηκαν δύο μέλη για να σχηματίσουν τους Atomic Rooster.
Στη συνέχεια ο Brown επανήλθε ύστερα από βραχύβια νάρκη με νέο σχήμα ως Kingdom Come, νια να κυκλοφορήσει μαζί χους το επίσης περίφημο "Galactic Zoo Dossier" (1971) και άλλους δύο δίσκους, μέχρι να το πάρει απόφαση και να ακολουθήσει προσωπική διαδρομή. Αν συντονιστεί κανείς με την τρέλα του, ίσως καταφέρει να δει τη μουσική του ως ψυχεδελικό χαρμάνι του ήχου των Screamin' Jay Hawkins, Little Richard και James Brown μαζί. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να εκτιμηθεί ότι με τη συνεισφορά του η ψυχεδελική μουσική απέκτησε την εικόνα που τόσο πολύ είχε ανάγκη για να ολοκληρωθεί, και μάλιστα από ένα δημιουργό που -παρά τους θρύλους- δεν μπορούσε να πιει ούτε μπίρα!
Η cult εμφάνισή του το 1975 στην ταινία "Tommy" τού έδειξε προς στιγμή το δρόμο προς τον κινηματογράφο, αλλά ήδη ο Alice Cooper είχε αναλάβει δράση.
Στα τελη του 1960 , ένας δεκαεννιάχρονος
κιθαρίστας και τραγουδιστής της folk
ονόματι Μπομπ Τσίμερμαν παράτησε το
κολέγιο και την πατρίδα του τη Μινεσότα,
και τράβηξε για την Ανατολική Ακτή. Πριν
ξεκινήσει, φρόντισε να εφοδιαστεί με
καινούργιο όνομα και καινούργια
ταυτότητα.
Ξανάχτισε το παρελθόν του,
στο οποίο περιέλαβε περιόδους όπου
περιπλανιόταν στη χώρα σαν ορφανεμένος
τροβαδούρος και δούλευε σε ενα περιοδεύον
λούνα παρ κ- κατασκεύασε και μερικά
συναρπαστικά ανέκδοτα για να εξωραΐσει
την ιστορία του, για όποιον ήθελε
λεπτομέρειες. Και με την ανεμελιά και
τη φιλοδοξία της νιότης, ανέτρεψε τις
πιθανότητες που είχε ένας νεαρός από
το Μίντγουεστ να πετύχει στον ανελέητο
κόσμο της Νέας Υόρκης, τον τελικό
προορισμό του. Ο Τσίμερμαν όμως είχε
ένα πλεονέκτημα: η μοίρα δεν υπόκειται
στο νόμο των πιθανοτήτων. Και μερικές
φορές, στο κάλεσμα της απαντούν οι πιο
απίθανοι χαρακτήρες.
Ο Μπομπ Τσίμερμαν
πέτυχε το στόχο του να γίνει τραγουδιστής
της folk, να βγάζει δίσκους και να παίζει
μπροστά σε φανατικούς ακροατές. Ωστόσο,
σύντομα η πραγματικότητα θα ξεπερνούσε
τις νεανικές φιλοδοξίες του και ο ίδιος
θα κατακτούσε μία από τις πιο σημαίνουσες
θέσεις στο χώρο της pop. Σε λιγότερο από
μια δεκαετία, ο Μπομπ, από ένα απλό παιδί
που αγαπούσε τα blues και τα έπαιζε στην
κιθάρα του. θα γινόταν ένας κορυφαίος
συνθέτης και ερμηνευτής, ο οποίος θα
επηρέαζε ολόκληρες γενιές ακροατών και
καλλιτεχνών. Στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας
του, έπαιζε και ερμήνευε τα τραγούδια
των καλλιτεχνών που θαύμαζε. Δέκα χρόνια
αργότερα, τα δικά του τραγούδια περιέγραφαν
με τρόπο εντυπωσιακά πρωτότυπο έναν
κόσμο βουτηγμένο στον παραλογισμό. Είχε
γίνει ένας καλλιτέχνης αποφασισμένος
να κυνηγήσει τη δική του προσωπική
μούσα. Και πριν το συνειδητοποιήσει
κανείς πίσω στην πατρίδα του, τη Μινεσότα,
ο Μπομπ Τσίμερμαν έγινε Bob Dylan, και στη
συνέχεια σκέτο... Dylan.
Ελάχιστοι μουσικοί
κατάφεραν να επηρεάσουν τόσο αποφασιστικά
τη μουσική και τον πολιτισμό, όσο ο Dylan
το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα· μόνο
ο Elvis Presley και οι Beatles μπορούν να διεκδικήσουν
ανάλογες δάφνες. Ο Elvis μύησε τον κόσμο
στον συναρπαστικό, σεξουαλικά φορτισμένο
ήχο του rock'n'roll, ενός μουσικού είδους το
οποίο σφυρηλάτησε την ένωση της μαύρης
και της λευκής μουσικής, κιόλα αυτά σ'
ένα έθνοςπου σπαρασσόταν από τις
φυλετικές διακρίσεις. Οι Beatles έδωσαν
στο rock'n'roll βρετανικό χρώμα και συγχρόνως
εξερεύνησαν τις άπειρες δυνατότητές
του και τελειοποίησαν τις προοπτικές
που είχε ως μορφή τέχνης.
Ο Dylan όμως ήταν εκείνος ο οποίος έδωσε
συνείδηση στο rock'n'roll και ανέδειξε τη
δύναμη του να προκαλεί αλλαγές. Αναβάθμισε
τη στιχουργική τέχνη με λέξεις και
φράσεις που έρεαν σαν ποίηση. Πριν από
τον Dylan, οι στίχοι των περισσότερων pop
τραγουδιών ήταν χαριτωμένες εικόνες
και ανούσια ευφυολογήματα. Στα τραγούδια
του, έγιναν άρθρα της πίστης και μαρτυρίες
της αλήθειας. Με τη βοήθεια της φωνής
του που κουβαλούσε blues, country και παλιές
folk αποχρώσεις, τα τραγούδια του Bob Dylan
έγιναν το σύμβολο ενός νέου ρεαλισμού
στην αμερικάνικη μουσική.
Ο Dylan γκρέμισε
επίσης τα τείχη που είχαν υψώσει οι
οπαδοί της παράδοσης, οι οποίοι πίστευαν
ότι τα μουσικά είδη οφείλουν να είναι
αυστηρά διαχωρισμένα, τόσο στα δισκάδικα
όσο και στη σκηνή. Στις αρχές της δεκαετίας
του '60, ο Dylan παρουσίαζε την εικόνα ενός
folk τραγουδιστή, πιστού στην παράδοση
του Woody Guthrie, της Odetta και του Pete Seeger.
Εντούτοις, στα μέσα της δεκαετίας άλλαξε
εξοπλισμό· έβαλε την κιθάρα του στον
ενισχυτή και αγκάλιασε πάλι την πρώτη
του αγάπη, το rock'n'roll. Στην πορεία, τα
ερωτήματα του τύπου «Τι είναι folk;»
ή «Τι σημαίνει rock;» έπαψαν να έχουν
νόημα.
Η επιτυχία που γνώρισε ο Dylan ως
συνθέτης και ερμηνευτής έγκειται εν
μέρει στην απίστευτη ικανότητά του να
επινοεί συνεχώς τον εαυτό του. Κατέφθασε
στη Νέα Τόρκη ως τραγουδιστής της folk,
φορώντας εργατικά ρούχα και έχοντας
υιοθετήσει την απλοϊκή, μακρόσυρτη
προφορά της Αγριας Δύσης. Έπειτα από
μια περίοδο στο Γκρίνουιτς Βίλατζ κατά
την οποία απορρόφησε οτιδήποτε είχε να
κάνει με τη μουσική, την τέχνη και τη
λογοτεχνία, διαβάζοντας τα πάντα, από
Μπαλζάκ και Ρεμπό μέχρι τους Beat ποιητές,
όπως τον Κόρσο και τον Γκίνσμπεργκ,
άλλαξε πάλι ταυτότητα και υιοθέτησε
την εικόνα του ποιητή της πόλης. Το 1965,
την εποχή δηλαδή που εμφανίστηκε με
ηλεκτρική κιθάρα στο Folk Φεστιβάλ του
Νιούπορτ, ήταν ήδη η πεμπτουσία αυτού
που λέμε κουλ.
Το μαύρο δερμάτινο σακάκι,
τα σκούρα γυαλιά, το πουκάμισο με το
γιακά κουμπωμένο ως πάνω και οι μυτερές
μαύρες μπότες τού έδιναν την εμφάνιση
πρωτοπόρου που δεν φοβάται να ρισκάρει
ή να απομακρυνθεί απο το δίχτυ ασφαλείας.
Η στάση του έδενε απόλυτα με την εικόνα
του, και έπειτα από τη σύντομη εμφάνιση
του στο Νιούπορτ εκείνη τη χρονιά, η
μουσική του έβαλε τέλος σε μιαν ολόκληρη
μουσική περίοδο και εγκαινίασε μιαν
άλλη. Εντούτοις, όσο γρήγορα κι αν
περνούσε ο Dylan από τη μια μουσική ταυτότητα
στην άλλη, το κοινό και οι κριτικοί
κατάφεραν να τον ακινητοποιήσουν για
λίγο και να του φορτώσουν τον αμφίβολο
τίτλο του «εκπροσώπου της γενιάς
του». Ο Dylan αιφνιδιάστηκε από την
αβάσταχτη πίεση που συνεπαγόταν ένα
τόσο εντυπωσιακό και βαρυσήμαντο αξίωμα.
Δεν βρήκε το ρόλο του γούστου του, και
αυτό φάνηκε.
Οι καιροί ήταν εξαιρετικά
δύσκολοι για να χριστεί κανείς με τον
τίτλο του pop ποιητή της εποχής. Το
Αμερικάνικο Όνειρο είχε αρχίσει να
ξεφτίζει για τα καλά. Στους δρόμους των
πόλεων μαινόταν ο αγώνας για φυλετική
ισότητα. Στην Ουάσινγκτον και στα
πανεπιστήμια απ' άκρη σε άκρη της χώρας,
πλήθαιναν οι διαμαρτυρίες κατά του
επικείμενου πολέμου στο Βιετνάμ. Οι
πολιτικές δολοφονίες είχαν αφήσει
άναυδη την παγκόσμια κοινότητα. Μια
νεανική αντικουλτούρα είχε αρχίσει να
αναπτύσσεται, αμφισβητώντας την ίδια
την ουσία της εξουσίας. Μέσα σ' αυτόν το
σάλο, λοιπόν, ο Dylan έκανε το μόνο που
μπορούσε: άφησε τη μουσική του να μιλήσει
εξ ονόματος του. Το Λεύκωμα τον Bob Dylan
καταγράφει το πώς ο Dylan κατάφερε να
εξελιχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους
τραγουδοποιούς και ερμηνευτές παγκοσμίως,
που επηρέασε με το έργο του όλους σχεδόν
τους μεταγενέστερους ομότεχνούς του.
Το βιβλίο καλύπτει τα πρώτα χρόνια της
καριέρας του: την κρίσιμη δεκαετία
1956-1966.
Αν και διαπραγματεύεται μία μόνο
φάση της σταδιοδρομίας του Bob Dylan, η οποία
διανύει αισίως την πέμπτη δεκαετία της,
η ιστορία της νιότης του καλλιτέχνη
είναι τόσο πλούσια και ουσιώδης, ώστε
να δικαιολογεί τη συγγραφή ενός βιβλίου
αφιερωμένου αποκλειστικά σε αυτήν.
Όντας άτομο αινιγματικό και σχεδόν
πάντοτε απρόβλεπτο, η απήχηση του Dylan
στην pop κουλτούρα μπορεί να παρεξηγήθηκε
μερικές φορές, σπάνια όμως υποτιμήθηκε.
Ο Bruce Springsteen το διατύπωσε άψογα στην
ομιλία του για την ένταξη του Dylan στο
Rock and Roll Hall of Fame, το 1988: «Όπως ο Elvis
απελευθέρωσε το σώμα μας, ο Bob απελευθέρωσε
το πνεύμα μας». Bob Dylan: μια φωνή μοναδική.
Taste :
Bob Dylan and Van Morrison in Greece - Crazy Love (Athens 1989)
Dnevnik jedne ljubavi (Diary of a Love) is the debut album by Croatian singer Josipa Lisac, released by Jugoton in 1973.Dnevnik jedne ljubavi is one of the best concept albums of Croatian pop rock and is considered a classic.The album was polled in 1998 as the ninth on the list of 100 greatest Yugoslav rock and pop albums in the book (YU 100: The Best albums of Yugoslav pop and rock music).
Taste :
Josipa Lisac - Vjerujem Ti Sve ("I Believe You Everything")
Tο Love Me Or Leave Me είναι ένα τραγούδι που έχει ταυτισθεί με την Ruth Etting, γιατί αυτή το πρωτοπαρουσίασε στο μιούζικαλ του 1928 Whoopee. Δυο χρόνια αργότερα, πάλι η Ruth Etting το τραγουδά σε μία άλλη ταινία, το Simple Simon. To 1955, η Doris Day το τραγουδά στην ταινία βιογραφία της Ruth Etting, με τίτλο Love Me Or Leave Me, από το ομώνυμο τραγούδι. Επίσης, το συναντάμε σε μια ακόμα ταινία του 1951, με τίτλο I'll See You In My Dreams, που ήταν μια ακόμα βιογραφία, αυτη τη φορά για τον συνθέτη του τραγουδιού Gus Kahn, τραγουδισμένο από την Patrice Wymore. Από όλες αυτές τις ερμηνείες ξεχωρίζει σιγουρα αυτή της Ruth Etting του 1929 και της Nina Simone 1958.
Tο My Baby Just Cares For Me πρωτο παρουσιάσθηκε από τον Eddie Cantor αυτη τη φορα στην κινηματογραφική μεταφορά του μιούζικαλ Whoopee, το 1930. Δυο χρόνια αργότερα χρησιμοποιείται σε μια άλλη κινηματογραφική ταινία, με πρωταγωνίστρια την Joan Blondell και τίτλο Big City Blues. Όταν γυριζόταν η ταινία Whoopee, ο παραγωγός Samuel Goldwyn φώναξε τον συνθέτη Gus Kahn και του ζήτησε να γράψει ένα καινούργιο τραγούδι για την κινηματογραφική μεταφορά του έργου και ζήτησε να του το παρουσιάσει το ίδιο βράδυ. Ο Kahn τηλεφώνησε αμέσως στον Donaldson και το βράδυ το τραγούδι ήταν έτοιμο. Όταν ο Goldwyn ρώτησε αν το τραγούδι χορεύεται, ο Kahn άρχισε να το ψιθυρίζει και να χορεύει με τον Samuel Goldwyn της εταιρίας Metro Goldwyn Mayer.
Το “Good Bait”είναι μια σύνθεση γραμμένη από τον πιανίστα και συνθέτη Tadd Dameron για τους Jimmie Lunceford and Count Basie bands καθώς και για τη Sarah Vaughan. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Dameron έφερε το κομμάτι μαζί του όταν μπήκε στη μπάντα του Count Basie που συνήθως πιστώνεται ως συνθέτης του κομματιού. Η πρώτη ηχογράφηση του "Good Bait" είναι από μια ζωντανή παράσταση στο Royal Roost το 1948 απ τη μπάντα του Count Basie ενώ την ίδια χρονιά ο Tadd Dameron με τον Fats Navarro στη τρομπέτα το ηχογραφούν σε studio. Άλλη μια ηχογράφηση είναι αυτή του Miles Davis/Tadd Dameron Quintet στο Παρίσι το 1949. Το “Good Bait” παραμένει δημοφιλή μέχρι το 1950. Εδώ η Nina παιζοντας πιανο το κάνει ονειρικό.
Το 1958 η Nina ηχογραφεί το “Little Girl Blue” Bethlehem Records περιέχοντας τα παραπάνω κομμάτια. Eίναι επίσης γνωστo ως "Jazz As Played In An Exclusive Side Street Club". Το 1975 επανακυκλοφορεί το“Little Girl Blue” με τον τίτλο “The Finest Of Nina Simone - I Loves You Porgy” Bethlehem Records με τα ίδια κομμάτια μέσα.
Line Up 17.9.82 Birthday Party Metro Decay 18.9.82 The Fall Magic De Spell 19.982 New Order Forward Music Quintet
Φτάνοντας στο ξενοδοχείο στις τρεις το βράδυ έκαναν το νυσταγμένο προσωπικό να τρίψει για μια ακόμη φορά τα μάτια του. Αυτά τα πρόσωπα βγήκαν από έναν εφιάλτη που δημιουργήθηκε από την αϋπνία. Μερικές φιγούρες παραμορφωμένες που όμοιές τους δεν είχαν ξανασυναντήσει. Σκέφτηκαν αν έπρεπε να φοβηθούν ή να γελάσουν. Οι άνθρωποι φαίνονται τόσο γελοίοι όταν τους κυριεύει η στενομυαλιά. Δεν ξέρουν άλλη αξιοπρέπεια πέρα από τον θαμπό καθρέφτη τους. Γι' αυτούς τα άτομα που εμφανίστηκαν μπροστά τους ήταν παράδειγμα προς αποφυγή. Στη συνέχεια ο πιο τρομακτικός απ' αυτούς έφυγε από το ξενοδοχείο μ' ένα μπουκάλι βότκα στο χέρι κάνοντας γκριμάτσες πίσω από τα μακριά μαλλιά του. Οταν ξημέρωνε όλοι έψαχναν να βρουν τον χαμένο τραγουδιστή. Το πρωί της Πέμπτης ένας αστυνομικός ξύπνησε τον Nick Cave που κοιμόταν ανάμεσα σε κάτι θάμνους ενός πάρκου, κάπου στα Πατήσια. Μέσα σε μια ζάλη από αλκοόλ ο Nick σηκώθηκε και μπήκε σ' ένα λεωφορείο όπου νομίζοντας ότι βρίσκεται ακόμη στο Βερολίνο πρότεινε μερικά μάρκα στον εισπράκτορα, ο οποίος έβαλε τις φωνές. Τότε μια γιαγιά έδωσε ένα δεκάρικο στον εισπράκτορα και χτύπησε το απολωλός πρόβατο στην πλάτη. Μη ξέροντας πού είναι το ξενοδοχείο κατέβηκε στην επόμενη στάση. Η μνήμη του ήχου ενός τρένου που περνούσε τον έφερε να περπατάει παράλληλα με τις γραμμές ώσπου βρήκε το ξενοδοχείο.
Ο κόσμος θέλει τα είδωλα του να ενεργούν σύμφωνα με τις προσδοκίες του. Κάθε κίνηση ή φράση πρέπει να είναι πίστη στον φανταστικό κώδικα συμπεριφοράς του rock μουσικού. O Nick Cave δεν είναι άγριο θηρίο οπως φαίνεται όταν τραγουδάει πάνω στη σκηνή. Δεν είναι ο άνθρωπος που θα χώσει τα δόντια του στον λαιμό σου ή, όταν κάνει κάτι τέτοιο, το κάνει με ειρωνική διάθεση σαν να ενεργεί συμφωνά με τις προσδοκίες του κόσμου που τον θέλει άγριο. Οταν αισθάνεται καλά από πλευράς διάθεσης ο Nick Cave παίζει τον ρολο του δαγκώνοντας το χέρι σου ή ανοίγοντας μπύρες με τα δόντια. Εχει μια φοβερή αίσθηση του χιούμορ. Ξέρει να λέει αστεία που χτυπάνε κατευθείαν στο μυαλό.Μπορεί να σου πει το φοβερότερο αστείο και η έκφρασή του να είναι τόσο σοβαρή όσο όταν μιλάει για την κατάθλιψη που αισθάνεται μερικές φορές. Είναι υπερβολικά συναισθηματικός. Η εμφάνιση του έρχεται σε τρομερή αντίθεση με τον εσωτερικό του κόσμο. Με αυτήν ακριβώς την αντίθεση συγκρούεται ο μύθος που θέλει, για παράδειγμα τον Nick σαν stripper που είναι «αποκρουστικός στα μάτια σου» ή σαν τον βρικόλακα του "Release The Bats".
O Nick τράβηξε όλα τα βλέμματα επάνω του όσες μέρες ήταν στην Αθήνα. Ήταν πολύ φιλικός σε όσους τον πλησίαζαν φιλικά και πολύ ειρωνικός σ' όσους τον πλησίαζαν μόνο και μόνο επειδή ήταν ο Nick Cave. Το υπόλοιπο γκρουπ ήταν λίγο πολύ όπως αυτός. Ο Rowland μιλούσε μόνο όταν τον ρωτούσες κάτι. Ο Mick, πάντα σοβαρός και πάντα έτοιμος να γελάσει στο άκουσμα ενός υπόγειου καλαμπουριού. Ο Tracy απλώς δεν ήταν αυτό που έδειχναν τα ρούχα που φορούσε στη σκηνή. Η ...ultra συμπαθητική μάνατζέρ τους, η Minou, μου είπε μια μέρα: «Μερικές φορές μου δημιουργούν προβλήματα. Είναι σαν παιδιά». Στο ρεστοράν, την ώρα που τρώγαμε κάτω από τα θολά βλέμματα των καθωσπρέπει πελατών, ο Mick πετούσε βρεγμένες χαρτοπετσέπες στην Jerry, η οποία ασχολείται με τον ήχο του γκρουπ. Ένας από τους οργανωτές των συναυλιών ανησύχησε με τις επιδόσεις του Nick στο αλκοόλ. Τελικά δεν έγινε τίποτε που να δικαιολογήσει τους φόβους αυτούς. Σ' ένα σημείο, και συγκεκριμένα από την Παρασκευή το απόγευμα και έπειτα, οι εντυπώσεις μου μπερδεύτηκαν κάπως γιατί και τα τρία συγκροτήματα βρέθηκαν στο ξενοδοχείο. Οι Fall ήταν πολύ απλοί άνθρωποι. Αυτό φαίνεται και στη σκηνή. Ο Mark Ε. Smith είναι η φιγούρα που βγαίνει μέσα από τους δίσκους των Fall και κάθεται απέναντι σου. Προσπαθεί να μιμηθεί και να γελοιοποιήσει τις πράξεις των άλλων- με καλή ή κακή διάθεση. Κάνει γκριμάτσες και λέει αστεία. Έχει μια απάντηση -συνήθως γεμάτη χιούμορ- για κάθε ερώτηση. Στραβομουτσουνιάζει οταν περνάνε από δίπλα του οι New Order, που κινούνται στον χώρο προσπαθώντας να περάσουν απαρατήρητοι. Σαν σιδερόφραχτοι ιππότες είναι κρατημένοι σε απόσταση από τους γύρω τους. Δεν μιλούσαν στους άλλους και μόνο όταν η ανάγκη τούς έπιανε από τον λαιμό, άνοιγαν το στόμα τους για λίγες λακωνικές φράσεις.
Δεν μπορώ να φανταστώ αυτούς τους ανθρώπους μεθυσμένους ή να κάνουν καλαμπούρι. Γυρνώντας το Σάββατο το βράδυ από μια ντίσκο βρέθηκα να κάθομαι στο μπροστινό κάθισμα ενός αυτοκινήτου με τον τραγουδιστή Bernard Albrecht. Η στάση του δεν μου δημιούργησε τη διάθεση να του μιλήσω σχεδόν καθόλου. Έδειχνε τόσο φοβισμένος και αποκομμένος από εμάς τους υπόλοιπους. Πάντως χόρεψε για λίγο στην ντίσκο για να δείξει ότι είναι από σάρκα και οστά: «Προβληματικός» είναι ένας χαρακτηρισμός που του ταίριαζε. Δεν μπορώ να πω ότι με τη συμπεριφορά τους αναδείχθηκαν σε θλιβερούς συνεχιστές των Joy Division. Όχι βέβαια. Κάτι τέτοιο θα ήταν γελοίο. Δεν υπήρχε κανένα φωτοστέφανο σκυθρωπότητας γύρω τους - κάθε άλλο: μια υποψία αλαζονείας υπήρχε. Και στις φωτογραφίες φαίνονται πολύ περισσότερο ανθρώπινοι. Γίνανε όμως τόσα πολλά... Κατά τη διάρκεια της συναυλίας των Fall στην αίθουσα βρίσκονταν οι Albrecht, Hook, και Morris. Όταν ένας μεθυσμένος έσπρωξε κάποιον απ' αυτούς, ουτοί ανταπόδωσαν το σπρώξιμο με χτυπήματα. Για πολλούς επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι το όνομά τους «σημαίνει» αυτό που δεν έπρεπε να σημαίνει. Δεν ξέρω όμως αν πρέπει να αναλύσει κανείς σε βάθος αυτή την πράξη. Ισως πολλοί να αντιδρούσαν έτσι σε μια παρόμοια περίπτωση. Μετά το περιστατικό, πολλοί τους πλησίασαν κάνοντας ερωτήσεις γύρω από την πολιτική. Η ολοκληρωτική άρνηση τους να συζητήσουν πολιτικά εκνεύρισε κάποιους. Ένας τους είπε φασίστες. Ο Morris έδειξε φανερά νευριασμένος από τον χαρακτηρισμό. Με δυο λόγια ο κόσμος προσπαθεί να επιβάλλει με το ζόρι στους μουσικούς τους ρόλους που έχει σχεδιάσει στο δωμάτιο του ή σε μια αίθουσα συναυλίας. Ποιος δημιουργεί τα είδωλα: Και το σπουδαιότερο είναι ότι οι απαντήσεις των ειδώλων τρέφονται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό από τους ρόλους που μοιράζει απλόχερα το κοινό. Οι New Order ήταν πολύ άβολα άτομα. Με άφησαν τελείως αδιάφορο. Μόνο στα 55 λεπτά της εμφάνισης τους με έκαναν να αισθανθώ κοντά τους, χάρη στη μουσική τους. Δεν θα τους καλούσα σπίτι μου όπως θα έκανα με τους Fall ή τους Birthday Party, αλλά σίγουρα θα ήθελα να τους ξαναδώ live.Μια επιστροφή στους δίσκους δεν θα έβλαπτε. Από τη Δευτέρα το πρωί όλοι θα προσπαθούν να ξαναβρούν την άκρη του νήματος που θα τους φέρει για μια ακόμη φορά στον φανταστικό κόσμο του rock 'n' roll. Μερικοί μύθοι διαλύθηκαν και πολλοί άλλοι ενισχύθηκαν. Η μουσική όμως είναι ζωντανή και απείραχτη. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν και πολλά άλλα πράγματα στον κόσμο. By Φιλιππος Χρυσοπουλος
Γεννήθηκε το 1918 στο Μεσολόγγι, αν και η καταγωγή της οικογένειας του έχει ρίζες στο Γαλαξίδι. Ο πατέρας του, άνθρωπος αυστηρών αρχών, ήταν ανώτερος υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας. Πέντε μόλις ετών, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του μόνιμα στην Αθήνα. Εδώ τελείωσε και τις γυμνασιακές του σπουδές. Με τη μουσική ασχολήθηκε από πολύ μικρή ηλικία παίζοντας πιάνο. άλλωστε, όλοι στην πολυμελή του οικογένεια ήταν φιλόμουσοι. όλα του τ' αδέλφια έπαιζαν κάποιο όργανο (φλάουτο, πιάνο, βιολί) και η μεγαλύτερη αδελφή του ακολούθησε καριέρα στο τραγούδι ως σοπράνο. Ο Λέανδρος παρακολούθησε μουσικές σπουδές (ανώτερα θεωρητικά, πιάνο, ακορντεόν, βιμπράφωνο) παράλληλα με τις ακαδημαϊκές και όταν τελείωσε το γυμνάσιο, κατάλαβε ότι η μουσική ήταν αυτό που θα έκανε στη ζωή μου. Στο κοινό πρωτοπαρουσιάστηκε το 1938, με την ορχήστρα του γνωστού μαέστρου και συνθέτη Ζοξέφ Κορίνθιου. Καλός όμως μουσικός και αγαπητός όπως ήταν, δεν άργησε να γίνει γνωστός. έτσι, τον προτιμούσαν, ως εκτελεστή, όλοι οι μαέστροι της εποχής. Εμφανίστηκε στα πιο γνωστά κέντρα της προπολεμικής, μα, κυρίως της μεταπολεμικής Αθήνας: «Μοστρού», «Οασις», «Μαϊάμι», «Αρζεντίνα», «Αθηναία», «Κόρονετ», «Ωμπέρζ».
Επίσης, στο Ρουφ-Γκάρντεν του ξενοδοχείου «Μεντιτερράνεαν» στη θεσσαλονίκη. Ηταν μέλος της πιο διάσημης ορχήστρας χορού που γνώρισε η Αθήνα μετά τον πόλεμο: της ορχήστρα του θαυμάσιου λευκορώσου πιανίστα Λεβ. Εκεί ο Λέανδρος έπαιζε ακορντεόν και πιάνο. Μέλη αυτής της ορχήστρας ήταν επίσης ο Γιάννης Κανακάκης (βιολί), ο Κώστας Σεϊτανίδης (κοντραμπάσο), ο Ανδρέας Δεληγιαννάκης (ντραμς), ο Κώστας Κοκκιναράς (σαξόφωνο) και ο 'Ιωνας Αλεξιάδης (κιθάρα).
Ως συνθέτης είχε αξιόλογη δραστηριότητα. Έγραψε πολλά τραγούδια, που τραγούδησαν οι: Γιάννης Βογιατζής, Ζωή Κουρούκλη, Τζένη Βάνου, Γιοβάννα, Δημήτρης Μπαξεβανάκης, Φώτης Δήμας, Φραντζέσκα Ιακωβίδου, Ελίζα Μαρέλλι, Νάνα Μούσχουρη, Τρίο Καντσόνε, Καίτη Επίσκοπου Ζωή Φυτούση, Τώνης Βαβάτσικος, Νέλλη Μάνου, Εύη Μηλοπούλου και άλλοι. Τραγούδια του που έγιναν επιτυχίες: «Έλα να φύγουμε», «Μια του κλέφτη», «Ρώτησα», «Παντού σε βλέπω», «Δεν κουράστηκες φύγε», «Κάποιος σ' αγάπησε» και πολλά άλλα. Έγραψε τη μουσική για αρκετές ραδιοφωνικές επιθεωρήσεις και για τις κινηματογραφικές ταινίες «Ανθισμένη αμυγδαλιά», «Κάθε εμπόδιο για καλό», «Ραντεβού με τον έρωτα», «Οι γυναίκες θέλουν ξύλο», «Ο βασιλιάς της γκάφας», «Ο Ιππόλυτος και το βιολί του». Στο θέατρο: «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» και «Εκτο πάτωμα» (Θίασος Ντίνου Ηλιόπουλου). Ήταν ικανός ενορχηστρωτής. Έτσι, η Columbia, της οποίας υπήρξε συνεργάτης, του ανέθεσε την ενορχήστρωση πολλών τραγουδιών. Ανάμεσα σ' αυτά συγκαταλέγονται μια σειρά τραγουδιών του Νίκου Γούναρη και εννέα παλιές επιτυχίες του Χρήστου Χαιρόπουλου, ενορχηστρωμένες ξανά από τον Λέανδρο. Συνεργάστηκε στενά με τον Μάνο Χατζιδάκι σε πολλές του ηχογραφήσεις κινηματογραφικής μουσικής και τραγουδιών, αλλά και στις θεατρικές παραστάσεις «Οδός Ονείρων», «Καίσαρ και Κλεοπάτρα». Ακόμα με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Σταύρο Ξαρχάκο.
Ο Λέανδρος προσπάθησε να συνδυάσει - όσο γινόταν - το μεράκι με τον βιοπορισμό και να σταθεί μακριά από τα πάθη και τις μισαλλοδοξίες, στοιχεία δυστυχώς γνώριμα στον ελληνικό μουσικό χώρο. Εζησε αθόρυβα, με μια σπάνια ευγένεια, που συναντά κανείς μόνο σ' αυτούς τους «παλιούς» ανθρώπους, που χάνονται πια ένας - ένας μαζί με το μοναδικό εκείνο ήθος που έφεραν ως τις μέρες μας. Παναγιώτης Λ. Κοκκόρης Ευάγγελος Α. Κοκκόρης
Τρεις μηνες μετα το θανατο του Λεανδρου, στις 19 Μαρτιου 1966, ο Χρηστος Χαιροπουλος εγραφε :
Είναι μερικοί άνθρωποι που απορούμε γιατί έγιναν διάσημοι και είναι μερικοί άλλοι που απορούμε γιατί δεν έγιναν. Μερικούς τους παίρνει ο αέρας ανεξήγητα, για να τους πάει στα σύννεφα, να τους κάνει διαστημόπλοια της μεγάλης δημοτικότητας, κι άλλους τους κρατά επίσης ανεξήγητα, καρφωμένους στη γη ένα βαρύ έρμα που δεν τους αφήνει να απογειωθούν για τις σφαίρες που αξίζουν να γνωρίσουν. Η αξία δεν είναι πάντα προϋπόθεσις απαραίτητη για την επιτυχία. Πιο απαραίτητη είναι η ικανότης να προσαρμόζεται κανείς, να ελίσσεται. Αλλά πιο απαραίτητη είναι η Τύχη (...). Αυτά σκεπτόμουν προχθές το βράδυ ακούγοντας από το Δεύτερο Πρόγραμμα μια εκπομπή αφιερωμένη στον Λέανδρο, τον εκλεκτό συνθέτη και μαέστρο που πρόσφατα χάσαμε. Ήταν ένας καλλιτέχνης με πραγματική αξία. Στο ελαφρό είδος είχε καταφέρει να συγκεράσει τη μοντέρνα γραμμή με το αμετακίνητο γούστο της ορθόδοξης μελωδίας, η οποία τόσον συχνά προδίδεται με τους ακάθεκτους επιδρομείς του «νέου κύματος» που προτάσσουν γεμάτοι αναίδεια τον «μοντερνισμό» για να κρύψουν την έλλειψη ταλέντου που τους διακρίνει. Ο Λέανδρος είχε ταλέντο. Είχε γούστο και ευγένεια. Είχε προσωπικότητα. Ακόμη, είχε την ικανότητα να ντύνει με μοντέρνα αμφίεση την αγέραστη και αρυτίδωτη μελωδία, η οποία καταφέρνει να μένει νέα όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Με τη ορχηστρα του Ζοζεφ Κορίνθιου τριτος απο αριστερα 1938
Ήταν ένας αριστοτέχνης της λεγόμενης «συμφωνικής τζαζ» αυτής που δημιούργησε ο Τζορτζ Γκέρσουιν η ανεπανάληπτη μεγαλοφυΐα. Αυτά όμως τα προσόντα του δεν κατάφερε να τα αξιοποιήσει. Δημιούργησε άλλους μεγάλους κι έμεινε αυτός μικρός. Γιατί; Γιατί αγνοούσε αυτό το τυχοδιωκτικό «κάτι», που προστίθεται στις ανύπαρκτες καλλιτεχνικές αποσκευές πολλών αναξίων και τους δίνει προώθηση για διαστημικά πετάγματα. Έμεινε ο πιανίστας, ο «αρρανζέρ» ξένων εμπνεύσεων, ο ενορχηστρωτής αλλότριων επιτυχιών. Εγώ προσωπικά του οφείλω ένα περίφημο «αρρανζεμάν» παλιών τραγουδιών μου, που γύρισε εδώ και δύο χρόνια η «Κολούμπια» (...). Η προχθεσινή εκπομπή μας έφερε στη θύμηση τον καλλιτέχνη, που έζησε διακριτικά και πέθανε επίσης διακριτικά. Ήσσονος τόνου διασημότης, ήξερε να κρύβεται για να προβάλλονται άλλοι. Ηταν βάθρο για να το πατάνε άλλοι και να ανεβαίνουν (...).
"Αθηναια". Η ορχηστρα του Λεβ αλλαζει ρολους. Ο Λεανδρος στη τζαζ μπαντ.
Ο Λέανδρος, ο ευγενικός αριστοκράτης του πενταγράμμου έμεινε σαν αδιάψευστο παράδειγμα ότι στην Τέχνη και στη ζωή μεγάλοι δεν είναι μόνον αυτοί που γίνονται, ούτε μικροί αυτοί που μένουν. Η σουρντίνα δεν μπαίνει μόνο μπροστά σε ένα όργανο για να του πνίγει τον ήχο μπαίνει και σε μερικές αξίες για να τους δεσμεύσει την εκκωφαντική διασημότητα. Είναι οι μελαγχολικές αξίες, που παίξουν πάντα με σουρντίνα και γοητεύουν με σιγανή διακριτικότητα...
P.s Big thanks στον George Swing (High Fidelity records) για το εξοχο δωρο.
Taste :
Λεανδρος Kοκκορης - Bαλς (Απο την ταινια του Ορεστη Λασκου " Οι γυναικες θελουν ξυλο" 1962).