One of the rarest funky records of all time – the hard-to-find second
album by Beginning Of The End! This West Indian combo hit it big with
their first album on Alston, but this second set, for some strange
reason, never really got distributed – which is a damn shame, because
it's every bit as funky as their first!
The uniquely choppy rhythms of
the group's first album are every bit as great here as on the first set –
and if anything, the band's instrumentation is even better, especially
on the guitar, which is wickedly tight, and played with a super-dope
flanged-out approach on the solos. Vocals are great too, maybe even
more soulful than before, especially on the album's few midtempo cuts –
and the album's a must-have for any fan of the group's funky sound!
A killer album of hard instrumental Latin soul tracks – one of the few
albums ever done by funky reed player Mauricio Smith! On the set, Smith
plays flute, alto, and soprano sax – and the record's filled with short
little groovers that have a nice choppy sound, and lots of heavy conga
work by Marcelino Valdes and Victor Pantoja!
Other instrumentation
includes organ, trumpet, and guitar – blasting out with some really mad
rhythms, and very much in keeping with the crazy 60s work of Joe Cain,
who arranged the whole thing. The album's got a sound that's very much
in keeping with it's funky ghetto cover.
Γεννήθηκε ως Diane Ernestine Ross στις 26 Μαρτίου του 1944 σε μια φτωχογειτονιά του Detroit. Η ιστορία της θυμίζε, παραμύθι με happy ending ή απλά την πραγματοποίηση του αμερικανικού ονείρου. Το λεπτό κοριτσάκι με την αυστηρή μητέρα ήθελε πάντα να γίνει διάσημη,να φορά όμορφα φορέματα και να τραγουδά. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 στο Detroit υπήρχαν ουσιαστικά δυο επιλογές για δουλειά. Ή θα δούλευες στην αυτοκινητοβιομηχανία ή θα δούλευες στην μηχανή παραγωγής επιτυχιών, την Hitsville, όπως είχε ονομάσει τα studio της Motown ο ιδρυτής της Berry Gordy.Εκεί γυρόφερναν όλοι οι υποψήφιοι μεγάλο, αστέρες με την ελπίδα να έρθει π σειρά τους να ηχογραφήσουν κάποιο δισκάκι.
Η Diane προστέθηκε στην παρέα της Mary Wilson και της Florence Ballard σε μια ώρα ανάγκης για να συμπληρωθεί η απαραίτητη τριάδα. Η φωνή της δεν ήταν ιδιαίτερα καλή αλλά οι σπουδές της στη ραπτική και η λατρεία της για τη μόδα την έκαναν ευπρόσδεκτη προσθήκη στο συγκρότημα που έμελλε να μείνει στην ιστορία της μουσικής σαν το πιο πετυχημένο αμερικάνικο όνομα μετά τον Elvis Presley. Όταν μετά από πολλές προσπάθειες ήρθε τελικά η επιτυχία,ο Berry Gordy δικαιώθηκε για την επιμονή και την υπομονή του και για άλλη μια φορά απέδειξε ότι είχε την καλύτερη "μύτη" στη δισκογραφία. Σαν γνήσιος επιχειρηματίας επένδυσε και μετά καρπώθηκε την επιτυχία των νεαρών κοριτσιών που του ανήκε σε μεγάλο ποσοστό, μιας και αυτός ήταν που διάλεγε το τι θα τραγουδήσουν, τι θα φορέσουν, πώς θα μιλήσουν, πώς θα σταθούν, πού θα εμφανιστούν. Και αυτός ήταν που ξεχώρισε την Diana Ross από την αρχή, κάνοντας τις άλλες κοπέλες δορυφόρους της. Η νεαρή κοπελίτσα θα γινόταν star.Το φωτεινό της χαμόγελο και η υπέρκομψη φιγούρα της, ο τρόπος που στηνόταν και το φιλόδοξο βλέμμα της μαζί με την προνομιακή προώθηση του Gordy την έκαναν να ξεχωρίσει.
Σε μια εποχή που η συντροφικότητα ήταν το μεγαλύτερο στήριγμα των νεαρών καλλιτεχνών που περνούσαν τα πάνδεινα κάτω από την αυστηρή επιτήρηση και πίεση της Motown, οι έριδες και η κούραση έδειξαν γρήγορα τα αποτελέσματά τους με την απόλυση της Florence Ballard τον 1967, η οποία κατά πολλούς δεν άντεχε πλέον την προνομιακή μεταχείριση της Diana Ross. Εξάλλου οι στενές σχέσεις του ηγέτη της Motown με το μεγάλο του αστέρι ήταν πλέον κοινό μυστικό αν και ποτέ δεν δημοσιοποιήθηκαν επίσημα λόγω της ύπαρξης της κυρίας Gordy. Σε συνεντεύξεις της αργότερα,η Ballard θα πει ότι ο Gordy την ωθούσε να παραιτηθεί λέγοντας της ότι "είσαι εκατομμυριούχος στα είκοσι τέσσερα χρόνια σου και μπορείς να τα παρατήσεις όποτε θέλεις". Η παραγκωνισμένη Supreme βρισκόταν στα πρώτα στάδια του αλκοολισμού. Πήρε όσα χρήματα της αντιστοιχούσαν και τα σπατάλησε σύντομα για να καταλήξει πάλι στη φτώχεια.
Πέθανε μισοξεχασμένη το 1976 Τα τελευταία χρόνια της ζωής της δέχτηκε πολλές φορές οικονομική βοήθεια από την Diana Ross παρόλο που οι σχέσεις τους δεν θεωρούνταν φιλικές. Μετά την αποχώρηση της Flo, το συγκρότημα άλλαξε όνομα και έγινε Diana Ross And The Supremes με τη δικαιολογία ότι τα groups που έχουν lead singer είναι πιο περιζήτητα για ζωντανές εμφανίσεις. Στην πραγματικότητα όμως ήταν απλά κάτι που ήθελε η Diana και ο Gordy δεν της χάλασε το χατίρι. Στο κάτω κάτω ο κόσμος είχε κι αυτός ξεχωρίσει τη νεαρή star και έτσι το νέο όνομα δεν εξέπληξε πολλούς. Την αντικαταστάτρια της Flo επέλεξε η Diana Ross και δεν ήταν άλλη από τη Cindy Birdsong, πρώην μέλος των Bluebelles της Parti Labelle. Η φράση Ross is Boss ήταν πέρα για πέρα αληθινή.
Παρόλο που οι επιτυχίες των Supremes συνεχίζονταν, ήταν φανερό ότι σύντομα η Diana θα ξεκινούσε solo καριέρα. Η τελευταία της επιτυχία με τις Supremes ήταν το "Someday Well Be Together" στην ηχογράφηση του οποίου οι άλλες δύο Supremes δεν ήταν καν παρούσες. Τελικά, η αποχώρηση της από το group ανακοινώθηκε επίσημα στην τελευταία τους ζωντανή εμφάνιση τον Ιανουάριο του 1970. Την ίδια βραδιά ανακοίνωσε ότι ξεκινά solo καριέρα και παρουσίασε την αντικαταστάτριά της Jean Terrell. Όταν η Diana επέστρεψε στο καμαρίνι της εκείνο το βράδυ, βρήκε τα δύο αγαπημένα της σκυλάκια δηλητηριασμένα.
Οι επιτυχίες για την Diana ήρθαν αμέσως. Προσπαθώντας να απολαύσει την ανεξαρτησία της και να απεξαρτηθεί από τον Gordy, το 1971 παντρεύεται τον Robert Silberstein, ένα λευκό Εβραίο manager με τον οποίο θα αποκτήσει τρεις κόρες πριν φτάσουν στο διαζύγιο το 1970. Ο γάμος αυτός θα φέρει τη δημοφιλή ντίβα αντιμέτωπη με πολλά ρατσιστικά σχόλια μιας και εκείνη την εποχή οι μικτοί γάμοι δεν ήταν κάτι κοινό για τους super stars.
Παρόλα αυτά η δημοτικότητά της δεν έπεσε και οι σχέσεις με τον Gordy παρέμειναν καλές, με τον αρχηγό της Motown να μην της χαλά χατίρι. Ο Berry Gordy είχε και άλλα μεγάλα σχέδια στο νου του για την Diana. Αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία με θέμα τη ζωή της Bilie Holiday και πρότεινε στην Paramount την Diana Ross για τον πρώτο ρόλο. Επειδή η Paramount δίσταζε να ρισκάρει με μια πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιό, ο Berry, για να τους πείσει, επωμίστηκε μέρος του κόστους της παραγωγής. Το αποτέλεσμα ήταν μια μέτρια ταινία, το "Lady Sings The Blues" που σημαδεύτηκε από την εκπληκτική παρουσία της Ross και που της απέφερε μια υποψηφιότητα για Oscar πρώτου ρόλου. Όσοι βρίσκονταν κοντά της εκείνη την εποχή, την είδαν να παθαίνει κάτι σαν ψύχωση με την Billie Holiday. Μελετούσε το κάθε τι nou ειχε σχέση με τη μεγάλη τραγουδίστρια και άκουγε συνεχώς δίσκους της. Ήθελε να απόδειξε, σε όλους ότι μπορούσε να το κάνει και το έκανε .
Η κινηματογραφική της καριέρα συνεχίστηκε με το "Mahogany", μια ταινία που της ταίριαζε περισσότερο μιας και είχε να κάνει με τον κόσμο της μόδας και της υψηλής ραπτικής.
Παρόλα αυτά η ταινία δεν γνώρισε επιτυχία. Η επόμενη ταινία της, ήταν π διασκευή του "Μάγου του Οζ" μια υπερπαραγωγή της Motown με τίτλο "The Wiz". Υποψήφια για το ρόλο της μικρούλας Dorothy ήταν η νεαρή τότε Stephanie Mills, που ερμήνευε το ρόλο με επιτυχία στο Broadway. Ένα απλό τηλεφώνημα στον Berry ήταν αρκετό για να ικανοποιηθεί και αυτό το καπρίτσιο της Ross που δεν πτοήθηκε ούτε όταν όλοι είπαν ότι αυτός ο ρόλος κάνει για ένα κοριτσάκι και όχι για μια τριαντάρα. Έτσι, η Dorothy έγινε μια εικοσιπεντάχρονη δασκάλα και η ταινία μια μεγάλη εμπορική αποτυχία παρόλη την ακριβή παραγωγή και τη συμμετοχή μεγάλων αστεριών της Motown όπως ο Michael Jackson.
Η Diana Ross ήταν από τις λίγες που κατάφεραν να περάσουν την εποχή της disco χωρίς απώλειες. Αντίθετα, γνώρισε μεγάλες επιτυχίες με αποκορύφωμα τη σύνθεση - παραγωγή των Chic [Bernard Edwards και Nile Rodgers] "Upside Down" στις αρχές της δεκαετίας του '80. Με την προσωπική της καριέρα να πηγαίνει' τόσο καλά,η Diana Ross άρχισε να επεμβαίνει περισσότερο στις επαγγελματικές επιλογές που μέχρι τώρα γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά από τη Motown και τον Berry Gordy. Σε συνέντευξή της τότε είπε: Είμαι τριάντα επτά χρονών, έχω τρία παιδιά και δεν μπορώ ακόμα να πάρω την πλήρη ευθύνη των πράξεων μου. Δεν θέλω να πρέπει να σηκώνω το τηλέφωνο και να παίρνω τον Berry ή τη Motown αν θέλω να αγοράσω καινούριο αυτοκίνητο. Θέλω να ξέρω που βρίσκονται οι τραπεζικές μου καταθέσεις".Το 1981 η Diana Ross υπέγραψε συμβόλαιο αξίας είκοσι εκατομμυρίων δολαρίων με την RCA Records. Τα χρόνια της στη Motown ήταν παρελθόν.
Ο Berry Gordy σχολίασε το γεγονός λέγοντας: "Ένιωσα προσβεβλημένος και πληγωμένος. Έφυγε μόνο και μόνο για τα λεφτά. Όποιος κάνε, κάτι τέτοιο δεν αξίζει να είναι στη Motown... Η Diana είναι το μεγαλύτερο αστέρι που είχαμε ποτέ, αλλά αν δεν έχει πίσω της τους σωστούς ανθρώπους θα έχει προβλήματα". Όμως η Diana αντιμετώπισε όλα τα προβλήματα. Έφτιαξε τη δική της εταιρία παράγωγης και προώθησης και διασφάλισε με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα της. Η αλήθεια είναι ότι η καριέρα της δεν έφτασε ποτέ στο ζενίθ των Supremes ή άλλων επιτυχιών όπως το Upside Down" ή το "Endless Love", το ντουέτο της με το άλλο μεγάλο αστέρι της Motown, τον Lionel Richie. Συνέχισε όμως να ζει τη ζωή της μεγάλης star απασχολώντας τον Τύπο με διάφορα κουτσομπολιά για ειδύλλια με τον Gene Simmons των Kiss ή με τον προστατευόμενο της Michael Jackson.
To 1986 παντρεύτηκε έναν Νορβηγό μεγιστάνα εφοπλιστή και εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη. Εκτοτε έχει περιορίσει το ρόλο της σ’ αυτόν της συζύγου και μητέρας, κάνοντας επίδειξη της ικανότητας της να μαγεύει το κοινό με σποραδικές live εμφανίσεις, όπως αυτή που έκανε το 1983 στο Central Park της Νέας Υόρκης μαζεύοντας πάνω από οκτακόσιες χιλιάδες θεατές. Η δισκογραφική της πορεία είναι σταθερά σε μέτρια επίπεδα, παρόλο που κάθε νέος της δίσκος γίνεται επιτυχία, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία. Η μουσική βιομηχανία ξεζούμισε την Diana Ross και αυτή με τη σειρά της έδειξε ότι μπορεί κανείς να ανταποδώσει στα ίσια. Ross is Boss. Περιοδικο Ποπ + Ροκ τευχος 201 Οκτωβριος '95.
Taste :
Temptations & The Supremes (The Ed Sullivan Show) - I'm Losing You
1969 club "La Bambola" Αθήνα (Αμπελόκηποι)Κώστας Ντουρουτζης (όργανο) Αντώνης Μπισακης (κιθάρα) Αργύρης Λαμπρόπουλος (μπάσο) Χρήστος Λαμπρόπουλος (ντραμς) την επόμενη χρονιά μετονομαζονται σε "Milly and The Rivers".
The Primeval Rhythm Of Life is the other debut of the intimidating and tremendously funky Exotica project called Mandingo, released on Capitol Records in 1973, whereas their album Sacrifice of the same year was handed in to the EMI Columbia label. Even though it is valuable to have all four of Mandingo’s original albums, this one is clearly the best for reasons I will synopsize in the final paragraph. In the 70’s, when Exotica slowly deceased, only to be rekindled for a short moment by Nino Nardini’s and Roger Roger’s masterpiece Jungle Obsession in 1971, a short-lived craze about all things Africa took place, as usual Americanized through the eyes of Hollywood, be it the first James Bond flick with Afro-Americans in the spotlight, Live And Let Die of 1973, or the incessant rise of the Funk theme whose tenuous beginnings were already planted in the late 60’s.
One British band leader called Geoff Love (1917–1991) recognized the signs of the time. Having played in Easy Listening bands such as the poetically named Manuel And The Music Of The Mountains before, he decided to go into a totally different direction. With the help of producer Norman Newell (1919–2004), he gathered session musicians around him, got hold of talented song writers and unleashed a highly explosive mixture of exotic drums, gigantic brass layers and electronic devices. While Geoff Love achieved this on every album, it is The Primeval Rhythm Of Life where this concept is brought to life… and then beyond! It is unbelievable how aggressive, hot-tempered, steamy and full-blooded this release is.
Mandingo could be the next of kin to the crazy stage persona of Leon Johnson aka Chaino, but are much more versatile due to their manpower. Read more about the ten original takes below, and why the invoked voodoo spell is as strong and convincing now as it was back in the 70’s.
This excellent live date from the Village Vanguard was the recording debut of the Adderley sextet, with Cannonball waxing eloquently and swingingly on alto, brother Nat charging ahead on cornet, and the versatile Yusef Lateef (who had joined the band only three weeks earlier) adding a bit of an edge on tenor, flute, and unusually for a jazz wind player, oboe on the odd, dirge-like "Syn-Anthesia." Also, this was the first recorded appearance of pianist Joe Zawinul -- a little over three years since his arrival in America -- in Cannonball's band. This group would be Zawinul's springboard to prominence in the jazz world, and readily apparent is how his compulsively funky mastery of bop and the blues had fused tightly with the Sam Jones/Louis Hayes rhythm section. Included is one of the earliest recordings of a Zawinul composition, "Scotch and Water," a happy, swinging blues.
Obscure album from an obscure French band.It's pop and groovy, with fuzz guitar, organ,flutes, heavy bass & drumbreaks. Many good tracks on this obscure French album.
Collected and released when Head was on the verge of a new level of appreciation via Shack, Longshot for Your Love -- compiling radio sessions, unreleased tracks, and various other obscurities -- made for an appreciative peek back at his early-'80s days with the Pale Fountains. The opening liner notes in the booklet from Yasuharu Konishi of Pizzicato Five are perfectly appropriate.
There's a clear sense throughout this enjoyable disc how Head's first outfit provided a bridge between swinging '60s pop and the efforts of a later generation, not merely with Pizzicato Five but Belle & Sebastian or any number of Burt Bacharach-loving acts of the '90s. Head's singing has a rich but clear resonance, calling to mind the exquisite team of Robert Forster and Grant McLennan, while his band's preference for non-feedback-producing guitars ("Love Situation" the notable exception!) and inventive percussion and string arrangements works wonderfully. About the only band remotely like it in the U.K. would have been the earliest incarnation of Pulp, but the Pale Fountains have a sunnier, fuller feeling to their songs, helped in large part by the inspired inclusion of trumpeter Diagram.
Those who know him best from his work with James or Spaceheads will enjoy his delicate leads and gentle backing on songs like both takes of "Just a Girl" and a peppy cover of the James Bond movie theme "We Have All the Time in the World." The two BBC sessions presented -- the first a four-song John Peel effort, the second a three-song turn on The Old Grey Whistle Test -- are the heart of the album, and deservedly so, including wonderful takes on the title track, "Benoit's Christmas," and a cover of Deniece Williams' "Free." Detailed essays on the group and a slew of often amusing photographs fill out this excellent CD.
Taste :
The Pale Fountains - Just A Girl
The Pale Fountains - Theres Always Something on my Mind
Between 1965 and 72, James Royal (Real name Nairn) released 16 singles on three separate labels. The first credited the Hawks as backing band; the last, Two of Us, was a duet with Liz Christian. All intervening releases were billed as solos. Three follow-ups to She's About A Mover – Work Song, Call My Name and It's All in the Game – all featured on the Radio London playlist, but it was the third release, the soulful Call My Name, that fared best in the Big L Fab Forty, peaking at #13 on February 12th, '67.
Although never featuring at all in the UK Nationals, it went on to be a huge success on the continent. The song was penned by Ralph Murphy, giving him his first songwriting success and launching an illustrious career in the music business. (NB: Call My Name is not the song of the same title by Them (written by Tommy Scott) that had already entered the Fab Forty in March '66.)
The history of James Royal, his backing band and his solo career, as it
appears on various internet sites, is fraught with conflicting and
confusing information.
The trendily-monikered James Royal Set (sometimes billed - perhaps erroneously - as James Royal and the Royal Set) played both London's Marquee and Dunstable's California Ballroom during 1966, and toured with Johnny Cash and Carl Perkins in 1968. Rick Wakeman's keyboard talents were employed for the first of the Beeb sessions. His personal website dates the recording as 1966, but says it was for Radio One, which is not possible, as the station was not on the air till 30th September 1967. (Any sessions laid down prior to that would have been for the Light Programme.) A more probable recording date would be late '67 or '68.
In a Penny Valentine interview on the Yes website yesmuseum.org, Rick Wakeman recalls that the highlight of his week (the year is unspecified) were the rocking sessions at the Red Lion, Brentford, where jammers included, "John Entwistle, James Royal, Nick Simpler, Mitch Mitchell – everyone turned up for these incredible rock and roll evenings, and I was really honoured to be there playing with these great musicians." By Radiolondon.uk.
Kaleidoscope World is the Chills' essential document, although it's not an album but a collection of tracks from early- and mid-'80s EPs, singles, and compilation cuts. Perhaps that's not surprising: the Chills are more skilled at crafting interesting odds and sods than sustaining interest over the course of an album, where their somewhat monochromatic approach tends to drag things down. The influence of Syd Barrett/early Pink Floyd is stronger on these early tracks than it would be on subsequent releases, both on the easygoing singalong numbers and the more experimental outings. The highlight (of both the album and the Chills' career) is their New Zealand hit single, the haunting "Pink Frost."
When Procol Harum opiated
the world with Whiter Shade Of Pale in April 1967, few could
have predicted that the
authorship shockwaves would
rage for over 40 years, but
backroom shenanigans
surrounded the group from the
off. Spectacularly-coiff’ed
guitarist Ray Royer and
drummer Bobby Harrison, who
played on B-side Lime Street
Blues and the single’s
promotional appearances,
found themselves sacked
before the group had even
finished recording their first
album. They immediately formed
Freedom with session keyboard-playing
prodigy Mike Lease and
bassist-singer Steve Shirley.
The group was swiftly
commissioned by Italian
producer Dino De Laurentis to
write the score for an art movie
called Black On White, directed
by Tinto Brass. They ended up
writing and recording 14 tracks
in two months at Olympic
Studios, with Eddie Kramer and
Glyn Johns. Unbeknown to them,
a soundtrack album was briefly
released in Italy, later changing
hands for three figures. After
Lease found the masters in his
loft, Angel Air reissued the
album in 1999 with bonus
tracks, presenting an engaging
document of this short-lived
line-up’s robust blend of late
60s psych-rock, recalling the
likes of Spooky Tooth and
Traffic. The new edition adds
1968 single Where Will You Be
Tonight? and expands the
packaging for this intriguing
missing link in the Procol Harum
story.
As a garage
band moniker, the Delights might seem lightweight in retrospect, but the band's
guitarist Vince Schraub offers an explanation. Eventually rechristened the
Hudsen Bay Company on Dunwich, Schraub recalls, "When we signed up with
Bill Traut and Dunwich, they thought the Delights was a square name. Yeah, but
it really wasn't because we used to be a soul band. When I joined them, they
were doing all these obscure and esoteric black instrumentals.At one time,
they had three black singers in the band," According to Schraub, the
band's earliest guise was as a straight polka band!
"The
band never changed except drummers, says Schraub. It's almost like Spinal Tap. Two of
'em were dead within two years of the band's end," For their sole
Quill-produced single, the Delights were comprised of Greg Grimes (vocals,
flute), Vince Schraub (lead guitar, backing vocals), Jerry Germansen (Vox
organ, backing vocals), Norbert Soltysiak (tambourine, backing vocals), Louis
Sanjurjo (bass, backing vocals), and Bob Buff (drums, backing vocals).
Prior to
their association with Quill, the band was managed by Carl Bonafede (the Buckingham’s,
the Daughters of Eve). Assisted by Chess engineer Ron Malo, Bonafede had
produced the Delights' first single; their blazing cover of "Long
Green" on the Delaware label. There was also an earlier, scrapped session
for the material eventually produced by QuilL Schraub: "We got hooked up
with Ralph Marterie, the band leader from the 1940s. He became our manager We
went back to Chess with Marterie and re-recorded 'Every Minute, Every Hour,
Every Moment' and probably Just Out of Reach".
The
Delights' Zombies cover, "Just Out of Reach" is faithful as a whole
and simply astonishing in its lead vocal (with teenage phenomenon Greg Grimes
executing a flawless, almost clone-good impersonation of the Zombies' Colin
Blunstone). According to Vince Schraub, "Greg's voice coach was said to be
the best in the business and she claimed that the only reason she was staying
in the biz is because she thought Greg's stardom was a certainty."
But better
than their Zombies cover was the Delights' masterpiece, "Every Minute,
Every Hour, Every Moment." To borrow a quote from Schraub, "That
thing sounds more like the Zombies than the Zombies," For all their
promise, Schraub admits that I the Delights/Hudsen Bay Company got caught up in
the craziness of the era and by the late '60s, "went over the edge of the
cliff."