Michel Sardaby was born in 1935 in Martinique. He learned to play the
piano when he was 5 years old in the brasserie of his father in
Fort-de-France, where music was constantly played. At 10 years age,
Michel is a noted prodigy, playing with the passion of with experienced
musicians. He goes to Paris where he continues his studies of art at the
Boulle School until obtaining his diploma in 1956, at which point he
decides to devote himself exclusively to his career of being a
professional jazz pianist. Throughout the 60s, he played piano with
blues musicians like Sonny Boy Williamson and T-Bone Walker, at the same
time beginning to release more jazz-focused solo albums
.
Feat. Ray Barretto, Richard Davis, Billy Cobham and West Indies born Michel Sardaby on piano.
Wolfgang Dauner, one of the few internationally renowned German jazz musicians, was born in Stuttgart on Dec. 30, 1935. Oddly enough, having learnt to play the piano as a child, he eventually graduated from the conservatory in Stuttgart with a major in “trumpet”. Yet, it is the piano that remains his great love. He fancied contemporary jazz and, in 1963, founded his first own band: The Wolfgang Dauner Trio, with Eberhard Weber playing the bass and Fred Braceful on the drums. He would continue playing with these musicians well into the 1970ies. Dauner is extremely important with regard to modern jazz and jazz rock in Germany, and his efforts can be compared to the spade work Miles Davis did for jazz and jazz rock in the USA.
Having participated in various jazz bands in the early 1960ies, Dauner was already a jazz veteran before he founded his own band. His first albums belong to the genre of experimental modern jazz, influenced by Bill Evans, Steve Lacy, Sun Ra etc. The albums he published until 1969 will primarily appeal to “pure” jazz fans.
Rischka's Soul & This Is Wolfgang Dauner it's a same album with a different title.
Starting out as a typical U.K. club soul band, and then turning toward psychedelia and prog rock in the latter half of the '60s, it wasn't until Pesky Gee! changed their name in 1970 to Black Widow, transformed, and released the satanic Sacrifice that they reached the public eye. If not singular in any particular way, the prog-edged Pesky Gee! album, released on Pye in 1969, has enough cool Hammond organ flourishes and late psych-intoned vocals (male and female) to cause interest. Much is aimless, relies too much on the blues-rock boom, or is downright bad ("Born to Be Wild"), but when they got the mix right they were superb, as on their original psych/soul/prog numbers: on "A Place of Heartbreak" there is a superb male/female vocal, a soulful beat, and some haunting changes; while "Where Is My Mind" (both songs were released as a 45) has a driving rhythm, a unique use of horns, and sees the beginning of the band's fascination with sinister subject matter and horror vocalization. The covers get a bit much, although the Julie Driscoll-intoned reading of Donovan's "Season of the Witch" has some fine moments. Not a solid affair but representative of the change in the British music scene of the late '60s.
Είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κάποιος μια ταιριαστή περιγραφή για έναν μουσικό όπως τον Manu Dibango ο οποίος έχει μια τεράστια συμβολή στο σύνολο της αφρικανικής μουσικής. Αυτός είναι και ο σαξοφωνίστας με το παρατσούκλι « Το Λιοντάρι του Καμερούν » .
Αρχικά εκπαιδεύετε στο κλασικό πιάνο ξεκινώντας τη μουσική του καριέρα στις Βρυξέλλες και στο Παρίσι το 1950.Το 1960 τον βρίσκει στο Κονγκό ως μέλος της African Jazz με επικεφαλής τον Joseph Kabasele ( Le Grand Kalle )! Ο Dibango δημιουργεί το δικό του συγκρότημα στο Καμερούν το 1963 οπου δυο χρόνια μετά μετακομίζουν στο Παρίσι. Η διεθνή αναγνώριση του ήρθε το 1972 με το Soul Makossa.
Ως εξαιρετικά ευέλικτος μουσικός έχει παίξει σχεδόν κάθε είδος μουσικής : soul,reggae,jazz,blues,ακόμα και σε αυτό το σπάνιο γαλλικό άλμπουμ.Το African Voodoo θεωρείται από κάποιους όχι μόνο ένα από τα καλύτερα άλμπουμ του, αλλά ένα από τα ισχυρότερα lp που έχει καταγράψει ποτέ.
Υπάρχει πραγματική δύναμη σε βάθος, με πολλά κομμάτια να βρίσκονται μεταξύ Afro-Latin jazz,funk και fusion.Eclectic listen από την αρχή μέχρι το τέλος.
P.s Το album ξανα τυπώνεται το 1981 απ το ιδιο label με διαφορετικο εξωφυλλο.
Φλάουτα
και ξέγνοιαστες jazzy prog εκπλήξεις δημιουργουν σε αυτον το δισκο μια από τις πρώτες μπάντες της γαλλικης underground σκηνής. Οι Structure με τον mastermind Bernard
Wystraete συνθετουν έναν ήχο που αρχίζει
να γίνετε γνωστός λίγα χρόνια αργότερα
στη Γαλλία. Σ' αυτόν τον δίσκο υπάρχουν
μερικά psych jazz κομμάτια θυμίζοντας κάποιες
φορές τους μυστήριους Braen's Machine ή τον
Wolfgang Dauner στο Rischkas' Soul, αέρινες βραζιλιάνικες
μποσσα νοβες και μερικά κομμάτια (όπως
το “Episodes” με το killer φλαουτο του Wystraete
και τα scatting φωνητικά της Urszula Dudziak) που
στα μέσα της δεκαετίας του '70 χρησιμοποιούσαν
για music libraries.
Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις συγκροτήματος που έγινε διάσημο από μια μόνο σημαντική επιτυχία. Το "96 Tears" (1966), που τους άνοιξε το δρόμο για την αναγνώριση, χαρακτηρίστηκε από την εφηβική ποίηση του Rudy Martinez και τον επίμονο ήχο του φλάουτου. Το κομμάτι έφτασε στο No 1 του αμερικανικού Top 10 και έγινε αφορμή για να το μιμηθούν αργότερα εκατοντάδες garage σχήματα.
Ο τραχύς και συνάμα απλός ήχος του αποτέλεσε έμπνευση για το punk-rock της δεκαετίας του '70 - ιδιαίτερα για τους Stranglers που το 1990 γνώρισαν επιτυχία με τη διασκευή του στα βρετανικά τσαρτ. Όλα τα μέλη του γκρουπ είχαν μεγαλώσει στο Μίσιγκαν και έπαιξαν μαζί για πρώτη φορά το 1962 ως ΧΥΖ στο Ντιτρόιτ. Υιοθετώντας το όνομα ? & The Mysterians ηχογράφησαν το "96 Tears" στο σαλόνι της μάνατζερ τους για λογαριασμό της ανεξάρτητης δισκογραφικής ετικέτας Pa-Go-Go Label. Μετά την επιτυχία του κυκλοφόρησε σε εθνική διανομή από την Cameo.
To "I Need Somebody" (1966) που ακολούθησε έδωσε στο γκρουπ τη μοναδική του Top 40 επιτυχία. Ύστερα από τρία ακόμα σινγκλ και ένα επώνυμο άλμπουμ το σχήμα διαλύθηκε. Το 1981, με αφορμή την επιτυχία που είχε ο Garland Jeffreys με τη διασκευή του "96 Tears", ο Martinez δημιούργησε μια νέα σύνθεση του γκρουπ για να πραγματοποιήσει μια σειρά από περιοδείες. Το 1985 κυκλοφόρησαν το "The Dallas Reunion Tapes" (ROIR), ένα άλμπουμ που επιχείρησε να κάνει ξανά επίκαιρο τον ήχο της δεκαετίας του '60. Το 1997 το γκρουπ επανεμφανίστηκε και προέκυψαν το λάιβ άλμπουμ "Do You Feel It Baby?" (1998) και η διπλή συλλογή νέων ηχογραφήσεων σε παλαιότερες συνθέσεις "More Action" (1999).
Γεννημένη
στο Τζάκσον του Τενεσί η Big Maybelle ξεκίνησε
τραγουδώντας gospel , αλλά όπως κάθε παιδί
στην εφηβεία που αλλάζει έτσι και αυτη
αλλαζει τα gospel με τα blues .
Ξεκίνησε την
επαγγελματική της καριέρα με τους Dave
Clark's Memphis Band το 1936 , περιόδευσε με τις
International Sweethearts of Rhythm και στη συνέχεια
εντάχθηκε στους Christine Chatman's Orchestra ως πιαντιστα οπου
και έκανε τις πρώτες της ηχογραφήσεις
με μαζί τους το 1944 αλλα και με τους Tiny
Bradshaw's Orchestra 1947-1950 .
Σαν Mabel Smith κάνει
το ντεμπούτο της ,για την King Records το 1947
με μικρή αρχική επιτυχία.Το
1952 υπογραφεί στην Okeh Records , οπου ο
παραγωγός Fred Mendelsohn τη βαφτίζει Big
Maybelle . Η πρώτη ηχογράφηση της για Okeh ,
ειναι με το κομματι " Blues Gabbin” που
πάει no3 στο Billboard R & B charts ,ακολουθούν
τα " Way Back Home" και " My Country Man" το
1953.
Το 1955 ηχογραφεί
το " Whole Lotta Shakin ' Goin On" , με παραγωγό
τον Quincy Jones. Οι περισσότερες επιτυχίες
ακολούθησαν καθ 'όλη τη δεκαετία του
1950 κυρίως για το label Savoy , που κάτω από
αυτό το label κάνει μια απ τις επιτυχίες
που την απογειώνουν το " Candy " ( 1956
) με φοβερές πωλήσεις.
Παίρνει μέρος
σε διάφορα μεγάλα φεστιβάλ όπως το 1958
Newport Jazz Festival στο Jazz on a Summer's Day το 1959 μαζί
με Mahalia Jackson , Dinah Washington , Gerry
Mulligan , Anita O'Day ,Eric Dolphy,Art Farmer και άλλους
το οποίο και βιντεοσκοπήθηκε .
Αρχές του
1960 έχοντας περάσει από αρκετές εταιρείες
αρχίζει η κατιούσα.
Συνεχίζει
να εμφανίζετε σε διάφορα Clubs αλλά ο
εθισμός της στα σκληρά ναρκωτικά
δημιουργεί προβλήματα υγείας αλλά και
προβλήματα στη δουλειά της . Το τελευταίο
hit single της ήταν το 1967 με την διασκευή του
" 96 Tears" των Question Mark & the Mysterians.
Η
Big Maybelle πέθανε το 1972 στο Κλίβελαντ του
Οχάιο. Τελευταίο άλμπουμ της το “Last of
Big Maybelle” όπου κυκλοφόρησε μετά θάνατό
το 1973.
Booker T. and The MG - Green Onions / Behave Yourself 1962 (Stax)
Οι Booker T. and The MGs ήταν για περισσότερα από δέκα χρόνια το βασικό συγκρότημα της Stax Records. Φυλετικά ανομοιογενές σύνολο (οι Donald "Duck" Dunn και Steve Cropper ήταν λευκοί και οι Booker Τ. Jones και ΑΙ Jackson μαύροι), αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο του σφριγηλού και αι- σθαντικού ήχου της Stax, ενώ παράλληλα βοήθησε στην εμπορική επιτυχία της εταιρείας.
Η στενή αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών, οι δανεισμένες από τα blues κιθαριστικές φράσεις του Cropper και η επικράτηση του μπάσου επί των ντραμς έγιναν συνώνυμα με τον "Southern Soul" ήχο της Stax. Η πρώτη τους επιτυχία ήρθε το 1962 με το χαρακτηριστικά επίμονο και ευφυές "Green Onions", που ξανάγινε επιτυχία σε επανέκδοση στη Βρετανία το 1979.
Άλλες επιτυχίες τους περιλαμβάνουν τα "Chinese Chockers" (1963), "Hip Hug Her" (1967), καθώς και την ινστρουμένταλ διασκευή του "Soul Limbo" (1968) των The Rascals. To 1969 υπέγραψαν την ηχητική επένδυση του θρίλερ "Upright". Ως συνοδευτική μπάντα συνεργάστηκαν με τους William Bell, Otis Redding, Wilson Pickett, Albert King και Rufus Thomas, μεταξύ αρκετών άλλων.
Ο Jones συνεργάστηκε με τον Bell στα "Everybody Loves A Winter", "Private Number", "Tribute To A King" κ.ά.
To 1971 οι Booker Τ. διαλύθηκαν, αλλά δύο χρόνια αργότερα οι Jackson και Dunn ανασυγκρότησαν το γκρουπ μαζί με τους Bobby Manuel και Carson Whitsett Jackson, για να δουλέψουν με τον ΑΙ Green και τον Syl Johnson. Ο Cropper έστησε την ετικέτα ΤΜΙ, ενώ συνάντησε ξανά τον Dunn μαζί με τον ντράμερ Willie Hall και τον Jones για την κυκλοφορία του "Universal Language". Ο Cropper και ο Dunn έκαναν επίσης μια εμφάνιση-έκηληξη στην κινηματογραφική επιτυχία του 1980 "The Blues Brothers". To 1992 έγιναν μέλη του "Rock 'n' Roll Hall Of Fame", ενώ το 1994 οι Cropper και Dunn ηχογράφησαν το πρώτο νέο τους άλμπουμ ("That's The Way It Should Be") σε διάστημα δεκαεπτά ετών.
Bill Justis - Alley Cat / Green Onions 1962 (Smash)
Justis γεννήθηκε στο Μπέρμιγχαμ , Αλαμπάμα , αλλά μεγάλωσε στο Μέμφις του Τενεσί και σπούδασε μουσική στο Christian Brothers College και στο Πανεπιστήμιο Tulane στη Νέα Ορλεάνη. Ως τρομπετίστας και σαξοφωνίστας στο πανεπιστήμιο που σπουδάζει γίνεται βασικός μουσικός σε διάφορα τοπικά jazz και dance συγκροτήματα .
Το 1954 επιστρέφει στο σπίτι του στο Μέμφις και αναλαμβάνει από τον Sam Phillips "Sun Records" να ηχογραφήσει μουσική για τον εαυτό του καθώς και για άλλους καλλιτέχνες της εταιρείας όπως ο Jerry Lee Lewis , Roy Orbison , Johnny Cash και ο Charlie Rich . Τον Νοέμβριο του 1957, κυκλοφορεί το τραγούδι «Raunchy » ήταν το πρώτο του rock and roll instrumental κομμάτι , οπου έφτασε στο # 2 στο αμερικανικό Billboard από 3 διαφορετικούς καλλιτέχνες ( Ernie Freeman για Imperial , και Billy Vaughn για Dot ) και # 11 στο UK Singles Chart.
Το 1961 μετακομίζει στο Nashville, όπου έγινε ένας επιτυχημένος παραγωγός και ενορχηστρωτής σε δυο διαφορετικά label στη Monument και στη Mercury Records. Παίζει σαξόφωνο το 1964 στο soundtrack “Kissin' Cousins” με πρωταγωνιστή τον Elvis Presley και την ίδια χρονιά αναλαμβανει manager στους Ronny & the Daytonas.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 παρήγαγε μια επιτυχημένη σειρά instrumental άλμπουμ για τη Smash Records.Δυο απο αυτα το φοβερο "Alley Cat / Green Onions" και το "Telstar / The Lonely Bull" .Ο Justis έγραψε επίσης τη μουσική για πολλές ταινίες του Hollywood όπως το Smokey and the Bandit το Hooper του 1978 με τον Burt Reynolds . Πέθανε από καρκίνο στο Νάσβιλ το 1982 , στην ηλικία των 55 ετών.
The sounds of DAVE MAJOR & THE MINORS have been combined to produce an extraordinary new record. Not only are violins added to the groups long list of instruments that they have already mastered, but also the writing talent of DAVE PERRY (MAJOR). Dave has displayed this talent by composing five original tunes out of the ten songs that make up their new album. Dave's goal has always been to compose music but has hesitated until now because of competition from such artists as Burt Bacharach, Henry Mancini, The Beatles, Neil Diamond and others. He has always wanted to write music that could be understood and accepted by all generations. The same desire is very noticeable during the appearance of DAVE MAJOR & THE MINORS in the night clubs throughout the country in his ability to bridge the generation gap with his selection of music. On this record, Dave has blended the sound of the four and five part vocals, as well as the modern harmony voicing, and has added brass along with the driving rhythms that make up the material for their second record album. Dave realizes that there is more to writing a song than just music and lyrics. The vital part is yet to come.
The quality of musicianship of the men that back up his compositions during a recording session becomes the main link to a hit song. Dave therefore turned to the talented men who have appeared throughout the country with him during their night club engagements, namely: DICK RICHARDS, tenor, from Pawtucket, Rhode Island who plays trumpet, valve trombone, slide trombone, flugel horn, mellophonium, bass guitar and harmonica. GARY WILLIAMS, tenor, from St. Louis, Missouri who plays trumpet, valve trombone, flugel horn, mellophonium, harmonica and conga drum. LUCKY LeMIRE (DAVE), baritone, from St. Paul, Minnesota who plays Hammond B-3, Fender keyboard bass, RMI electric piano and harpsichord. STEVE JOYCE, tenor, from Kansas City, Missouri who plays drums and flugel horn. Dave then joined the above talented musicians with his array of instruments and experience. DAVE PERRY (MAJOR), baritone, from Dixon, Illinois plays 12-string guitar, 6-string guitar, baritone sax, alto sax, soprano sax, clarinet, valve trombone, bass trombone, trumpet, piccolo trumpet, flugel horn, mellophonium, banjo, violin and bass. Now Dave was ready to record at Dave Kennedy Recording Studios in Milwaukee, Wisconsin. This was the moment that he was waiting for, after months of rehearsal, planning and arranging behind him and the final product ready to be produced. Johnny Palmer was then brought in as Director of the session, along with Dave Kennedy's arrangements for the violin section. After many hours spent in the Studio, the musical and vocal tracks were completed. The next phase of the recording was the balancing and mixing of the individual tracks. At this point, Dave found a truly dedicated person in Dave Kennedy. He had spent many extra hours to make sure that Dave Perry's final dream of a good recording would succeed. We, therefore, hope that you will enjoy the enclosed record with the same enthusiasm that went into this production.
Taste :
Dave Major and The Minors - Baby you are really groovy
Dreamy dreamy pop psych from Strawberry Alarm Clock – a great late 60s
group who skirted the worlds of Sunshine Pop and more jamming garage
rock! This album's got a lot more to offer than you might guess from
just the title hit – as the instrumentation sometimes gets nicely
tripped out – with cool use of organ, harpsichord, and guitar – plus
plenty of special effects in production – and even some of the song
styles and lengths are unusual too, making the album way more than just a
batch of cute little tunes.
Some of the funkiest female soul ever recorded – the near-complete work
of James Brown diva Vicki Anderson, compiled here officially for the
first time ever! Vicki was one of the first female singers to work with
James – replacing the sweeter style of vocalist Anna King in the James
Brown Revue of the late 60s, and setting the stage for better-known hard
soul singers Marva Whitney and Lyn Collins in years to come! Vicki
recorded some excellent singles with James and the band backing her up –
but never actually cut a full LP, which is why this overdue set is so
essential. Vicki's got a socking-hard sound that worked equally well
with the early funk sound of the James Brown Band of the late 60s, as it
did during her later recordings with the JBs and Bobby Byrd.
The
collection brings together 17 of Vicki's recordings under the James
Brown umbrella – including a number that we'd never heard before, some
duets with James and Bobby Byrd, and a few of her singles recorded under
the name of Myra Barnes. And you can take our word for it that you
won't find a better collection of funky female soul – because this one's
hard-stepping and massively grooving all the way through!
What a surprise to find these marvellous tunes "Oolagoob Boogaloo" by Al Caiola. Lovely jazz soul groove tunes, pretty nice drumbreaks
too. Original 1970 album by the Living Guitars. All songs capture the spirit of the 1970's.
Like its predecessor, this album is less an insight into the musical sensibilities of David McCallum than an array of superb David Axelrod arrangements, again encompassing the hits of the day ("Batman Theme," "Michelle," "Call Me," "Five O'Clock World," "The Shadow of Your Smile," etc.), the variety of which is fairly dazzling. There is also one track each credited to McCallum and Axelrod as composers, respectively, which aren't bad at all -- again because of Axelrod's arrangements. "Far Away Blue," with its vivid brass and reed parts and driving beat, and the flute-dominated "The Edge," which sounds like a brilliant piece of film music in search of a movie, are both well worth hearing, and hold up at least as well as any of the established pop pieces.
Lee Friedlander of Ray Charles playing at the Newport Jazz Festival on July 5, 1958
This album was recorded in its entirety at The Newport Jazz Festival in
Newport, Rhode Island on July 5, 1958 by special arrangement with the
Directors of The Newport Jazz Festival.
Henry Mancini was a significant writer for films who used the flavor of jazz in some of his movie scores. This lp brings back one of his few jazz-oriented projects, a salute of sorts to the idea of the swing combo. Mancini gathered an impressive cast of top players consisting of trumpeter Pete Candoli, trombonist Dick Nash, Ted Nash on alto and flute, Art Pepper (sticking exclusively to clarinet), baritonist Ronnie Lang, pianist Johnny Williams (doubling on harpsichord), guitarist Bob Bain, bassist Rolly Bundock, drummer Shelly Manne, Ramon Rivera on conga, and Larry Bunker on vibes and marimba. Some of the dozen selections are relatively straight-ahead, while a few (particularly "A Powdered Wig" and "Scandinavian Shuffle") are a bit corny, especially in their use of harpsichord and marimba. There are a few strong moments (particularly from Candoli and Pepper) on such numbers as "Moanin'," "Sidewalks of Cuba," "Castle Rock," and "Everybody Blow," but the end results are not too essential. Overall, this is a compromise between creative jazz and tightly controlled music meant for a larger audience. A historical curiosity.
Personnel: Joop Scholten (guitar), Rob Franken (organ, piano, electric piano), Louis Deby (drums, percussion), Piet- Hein Veening (bass guitar).
Καθως ξεκινά το "Scintilla" (πρώτο κομμάτι) νιώθεις ότι ακούς υπέροχο ανέκδοτο υλικό του James Taylor. Αυτή η αίσθηση εντείνεται με το "Some soft soul" (δεύτερο κομμάτι) και αν κάνεις το λάθος να μείνεις σε αυτή τη σκέψη θα υποσκελίσει τουλάχιστον 3-4 διαμάντια που διαφοροποιούνται του συγκεκριμένου μουσικού ύφους χωρίς σημαίνει ότι δεν εναρμονίζονται με τα υπόλοιπο. Για να βάλουμε όμως τα πράγματα στη θέση του,Βρισκόμαστε στο 1968, Νοέμβρη προ Δεκέμβρη, όπου Ολλανδοί καλλιτέχνες σε στούντιο της Χάγης διαπραγματεύονται μια καθαρά βρετανική υπόθεση, για να μην τολμήσουμε να πούμε ότι προϋπαντούν τον ερχομό της Acid Jazz... Τότε βέβαια το εν λόγω ύφος χαρακτηριζόταν ως hammond -funk και αν ήσουν απο την Ολλανδία θα αναγκαζόσουν να γιγαντώσεις στο εξώφυλλο του δίσκου σου λέξεις οπως Ob-la-di,Ob-Ιa-da προκειμένου να πουλήσει, άσε που θα έπρεπε να διασκευάσεις Beatles.O Rob Franken από το Rotterdam διετέλεσε μέλος των Honk Peterson & Five Strangers, των Dave Pike Set, όπως και των Cassey's Pressure Group. Με τους Organ-Ization εξέδωσε δύο δίσκους στα 6T's: αυτόν που περιγράφουμε (Camden CPS 10223, '69), τον "'Ροn my Soul" (Philips XPY 855053, '67) και άλλους τρεις στα 70's.
Αυτό που θα ξετρελαθείτε όταν θα το ακούσετε είναι το "At a Snail's Pace" το "Isalo Natale" του Brian Auger παιγμένο σε πιο... αργές στροφές το "Bottle Blue" το "Black Jack".Μην περιμένετε να ακούσετε φωνητικά ούτε για αστείο.Belle Vue press vol.V
Στις 10 Δεκεμβρίου
1967 - απόγευμα Κυριακής, το ελαφρύ αεροπλάνο
που μετέφερε τον Otis, βυθιζόταν στα μαύρα
νερά της λίμνης Monona, τέσσερα μόλις μίλια
από τον προορισμό του, το Madison του
Wisconsin... Το αεροπλάνο χτύπησε στην
επιφάνεια με φοβερή δύναμη σκορπίζοντας
κομμάτια δεξιά και αριστερά! Ο πιλότος,
ο Otis, ο δεκαεφτάχρονος βοηθός του και
τέσσερα μέλη των φημισμένων Bar-Kays πνίγηκαν
αμέσως... Δυό μέρες έψαχναν να βρούν τα
πτώματα τους... Από το group επέζησαν ο Ben
Cauley και ο James Alexander.
Η ΕΙΔΗΣΗ ΣΟΚΑΡΙΣΕ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ.ΤΑ STUDIOS ΤΗΣ Stax έμειναν για λίγο βουβά.
Αλλά ο Otis, ο Otis Redding είχε ήδη περάσει στον
χώρο του θρύλου. Θυμάμαι όταν τον
πρωτάκουσα. Ήταν με το "Dock Of The Bay"
που τον γνώριζα, έκανα δηλαδή γνωριμίες
- έστω και ακουστικές - με έναν νεκρό
καλλιτέχνη, της Stax κυκλοφορούσε τότε
στην Ελλάδα σε singles και τα πάρτι γέμιζαν
από τους ήχους τους Otis, της Aretha Franklin και
του Wilson Pickett. Ήταν η απάντηση στο "νερωμένο
κρασί" της Motown και, ω! τη ειρωνεία, ο
Berry Gordy έγραφε αποκλειστικά με μαύρους
μουσικούς για... λευκά ακροατήρια ενώ η
Stax, με λευκούς - κυρίως -για τα γκέτο! Ο
ρυθμός είχε απ' όλα: λίγο gospel, αρκετό
rhythm 'η' blues και πολύ rock 'η' roll. Από το
πάντρεμα γεννήθηκε η soul! Η soul βρίθει
νοημάτων. Εμπεριέχει μια έντονα δραματική
ερμηνεία με τέτοιο συναίσθημα που
κινητοποιεί ψυχή τε και σώματι τον
ακροατή. Ο τραγουδιστής εννοεί πολύ
περισσότερα από τους στίχους περισσότερο
ως όχημα έκφρασης λειτουργούν παρά ως
παρακαταθήκη απόψεων. Η soul δεν μπαίνει
σε καλούπια, δεν περιορίζεται σε νότες,
την έχεις ή δεν την έχεις! Ο Otis την είχε
σε ένα τέτοιο βαθμό, μακράν των άλλων,
με εξαίρεση ίσως τον James Brown. Ήταν το
φυσικό του. Ακούστε τον πώς ερμηνεύει
το "Respect"' "I want respect when I come Η home"-
θέλω σεβασμό όταν έρχομαι σπίτι, σεβασμό
απέναντι στο πρόσωπο μου - όπως σεβασμό
ζητά και ο βαρυποινίτης στο "Μπρονμπεηκερ
" με τον Ρόμπερτ Ρέντφοντ. Η φωνή
βγαίνει τόσο φυσικά ενώ τονίζει
R-E-S-P-E-C-T- κάθε γράμμα σαν κεραυνός εν
αιθρία στις αισθήσεις - τόσο σπαραχτική
σαν κλάμα μωρού!
It's Soul, man, Soul! Take it or leave it! Είσαι μέσα ή
δεν είσαι! Δεν μπορείς να μιμηθείς ή να
την κλέψεις και οι λευκοί πρέπει να
δώσουν σκληρές εξετάσεις να εισαχθούν
στον κόσμο της! Αυτό έπραξαν οι λευκοί
μουσικοί της Stax. Το συγκρότημα του Booker
Τ. και των MGs - ο Steve Cropper και ο Donald "Duck"
Dunn - οι λευκοί blues brothers δούλευαν δεκατέσσερις
και δεκαπέντε ώρες χωρίς διάλειμμα στο
studio και πολλές φορές μετά, σε μικρά
κλαμπάκια στο Μέμφις έβγαζαν τα σωθικά
τους! Με αυτούς ο Otis έγραψε κομμάτια
όπως το "Mr. Pitiful-They Call Me Mr. Pitiful" ή to
"These Arms Od Mine". εκπληκτική μπαλάντα!
Ο Redding ήταν μάλλον ο πιο σημαίνων
soul τραγουδιστής του τέλους των '60s και
ως ταλέντο συγκαταλέγεται ανάμεσα στους
Marvin Gaye, Smokey Robinson, James Brown και Curtis Mayfield. To
ύφος του Otis, πιο ώριμο συναισθηματικά
και πιο θαρραλέο από όλους αυτούς -
μακριά από την υστερία του Brown και το
κράτημα του Mayfield -με την ερμηνευτική
βραχνάδα του άφηνε βαθιά τα χνάρια του
στη μουσική που από τότε δεν βρήκε όμοιό
της!
Ακούστε το "Try A Little Tenderness" με τον
πένθιμο πρόλογο των πνευστών και την
εισαγωγή της φαρφίζας μαζί με τα λιτά
κρουστά που κρατάνε το ίσο... τη φωνή, το
πιάνο, τις κοφτές κιθάρες και το ξαφνικό
ξέσπασμα που ανατρέπει κάθε αρμονία σε
ένα γιορταστικό κρεσέντο δηλώσεων
αγάπης! Και παρόλο αυτό τον ερμηνευτικό
ογκόλιθο, ποτέ δεν έγινε νούμερο ένα,
ενώ το άξιζε, άξιζε να ακουσθεί και πιο
πέρα και όχι η Aretha, η γλυκιά Aretha, να του
κλέβει τη δόξα με ένα δικό του τραγούδι.
Όχι πως η ερμηνεία της στο "Respect"
ήταν κακή αλλά, δεν έφτανε αυτήν του
Otis. Το ίδιο και οι Rolling Stones! Αποδείχθηκαν
κλέφτες ολκής όπως και όλα τα ομοειδή
αγγλικά σύνολα,πάτησαν πάνω στη soul και
το rhythm 'n blues για να αναδειχθούν.
Ο Redding ποτέ δεν γεύθηκε τους καρπούς
του μεγαλείου του. Πλήρωσε τους Stones στα
ίσια με την αναπροσαρμογή του
"Satisfaction", αλλάζοντας του κυριολεκτικά
τα φώτα με συγκοπτόμενους ρυθμούς και
ερμηνεία σαν... λόξιγκας και με επιπλέον
στίχους και επιφωνήματα, σαρκάζοντας
τα λευκά παιδιά που στήριξαν πάνω σ'
αυτόν τη δική τους επιτυχία. "Χρησιμοποιώ
διαφορετικά λόγια από εκείνα των Stones "
- γιατί προφανώς δεν του άρεσαν! Αλλά
και τους Beatles δεν άφησε έτσι! Δίνει νέα
πνοή στο "Day Tripper", αλλάζοντας του
ρυθμό και ερμηνεύοντάς το τόσο σκληρά,
όσο μόνο ένας μαύρος μπορεί!
ΟΙ SOULMEN ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΥΝΗΘΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΤΟ.
Δεν έχουν ευρείς μουσικούς ορίζοντες
και επίπλεον είναι αναγκασμένοι να
βάζουν ότι ξέρουν σε μια και μοναδική
φόρμα στην οποία διαλέγουν να εκφραστούν.
Παντελής απουσία ιδεολογίας αλλά και
συνείδησης. Η soul προσεγγίζει τη folk στο
ότι και οι δύο δεν συνειδητοποιούν αυτό
που κάνουν. Και φυσικά κάνουν τέχνη
ακόμα και αν ο καλλιτέχνης δεν γυρεύει
τίποτα περισσότερο από να διασκεδάσει
τον κόσμο. Ο Redding βάσισε το στιλ του σε
δύο γίγαντες "προγόνους". Στον
Little Richard, είδωλο της παιδικής του ηλικίας
και στον Sam Cooke. Άκουγε τον πρώτο από
παιδί στην Georgia όταν ο bamalama τραγουδιστής
ούρλιαζε το rhythm 'n' blues και το πέταγε ψηλά
στα pop charts.
Ο Richard ήταν από την πατρίδα του, το
Macon, και αυτό έφτανε για να τον κάνει
Θεό! Στο πρώτο του album, "Pain In My Heart",
δύσκολα ξεχωρίζεις τον Otis από τον μέντορά
του! Με τον Sam Cooke δεν συνδέθηκε τόσο
στενά παρά το ότι τραγούδησε πολλά
κομμάτια του. Δανείστηκε περισσότερο
τον τρόπο σύνθεσης παρά το στιλ ερμηνείας.
Η είσοδος του Otis στις σόου μπίζνες δεν
διαφέρει από τις ιστορίες των ανθρώπων
που αγωνίζονται να πλησιάσουν την
κορυφή, δηλαδή τα charts. Το '65 έμοιαζε να
είναι η χρονιά του. Η χρονιά της soul
μουσικής, η χρονιά της Stax! Το καλοκαίρι,
ο Wilson Pickett έπαιρνε την ανιούσα με το "In
The Midnight Hour "και ο James Brown με τους Famous
Flames χτύπαγε με το "Papa's Got A Brand New Bag"!
Οι Stones απέτισαν φόρο τιμής στους
σοουλίστες με την κυκλοφορία του "Out
Of Our Heads" που περιλάμβανε δικές τους
εκδοχές τραγουδιών των Solomon Burke, Don Convay,
Marvin Gaye και, βεβαίως, του Otis. To νέο λευκό
rock βασιζόταν κυριολεκτικά στη μαύρη
soul!
Ο Redding αναδεικνύεται σε δημοφιλή live
καλλιτέχνη αλλά περιορίζεται στα μαύρα
ακροατήρια. Έχει αρκετά λεφτά για να
αγοράσει ράντσο αλλά του λείπει η φήμη.
"Δεν χρειάζομαι λεφτά. Αυτό που θέλω
είναι δόξα ", τραγουδά στο ριμέικ των
Temptations, "My Girl". Κυκλοφορεί και άλλες
soul μπαλάντες αν και γνωρίζει πως τα
γρήγορα κομμάτια είναι το εισιτήριο
για την κορυφή. Ο Sam και ο Dave δείχνουν
τον δρόμο με το "Soul Man"αλλά ο Otis
επιμένει. Το 1967 μοιάζει να είναι η χρονιά
του. Τον Ιούνιο εμφανίζεται στο pop
φεστιβάλ του Monterey και κερδίζει κατά
κράτος το λευκό ακροατήριο! Έχει ήδη
προηγηθεί η περιοδεία του στην Ευρώπη
με αποκορύφωμα τις συναυλίες στην Αγγλία
και την εμφάνισή του στο σόου Ready Steady
Go! όπου τραγουδά μαζί με τον Eric Burdon και
τον Chris Farlowe γνωστά του κομμάτια. Οι
Beatles στέλνουν τις λιμουζίνες τους να
τον πάρουν από το αεροδρόμιο!
ΜΙΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΜΑ
ΜΑΝΙΑΚΗ performance δημιουργεί το απαραίτητο
crossover ανάμεσα στην pop και τη soul. Αποκορύφωμα
το "Try A Little Tenderness ' με το συντηρητικό
μπλε κοστούμι και τόνους ιδρώτα που
γυαλίζει στο κατάλευκο, κόντρα στον
κόσμο, φως! Ο κύβος έχει ριφθεί! Τον
Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου κυκλοφορεί
το "Otis Blues". Το πιο σημαντικό - μαζί
με το "Live At The Apollo" του Brown - album της
soul και ένα must για τους εραστές της pop
μουσικής. To "Otis Blue " αρχίζει να
ηχογραφείται τον Απρίλη του '65, τέσσερις
μήνες ύστερα από τη δολοφονία του Sam
Cooke. Ο οποίος και στοιχειώνει το album -
"θέλω να γεμίσω το κενό που άφησε ο
θάνατος του ", δηλώνει ο Otis. Και το
κατορθώνει! Μια πλειάδα από μπαλάντες
όλων των ρυθμών δημιουργούν το κατάλληλο
υπόστρωμα για το μέγα άλμα. Ερμηνεύει
τρία κομμάτια του Cooke - το χορευτικό
"Shake", το κοινωνικό "Α Change Is Gonna
Come" και το "ανάλαφρο" "Wonderful
World". Είχε επίσης τρία δικά του, το
"Ole Man Trouble", το απίθανο "Respect"
και την ερωτική μπαλάντα "I've Been Loving
You Too Long To Stop Now " σε συνεργασία με τον
Jerry Butler, ένα κομμάτι του Β.Β. King και ένα
του William Bell, το hit του Solomon Burke "Downln The
Valley" καθώς και τη θαυμάσια επανεκτέλεση
του "My Girl" των Temptations. Και τέλος, το
θρυλικό "Satisfaction" των Stones. Αυτή η
ποικιλία μουσικού υλικού έφερε τον
Redding πιο κοντά στο λευκό κοινό. Είναι ο
τρόπος που παίζουν οι μουσικοί ο Steve
Cropper με τα κοφτά, συνειδητά συγκρατημένα
riffs, τα keyboards του Booker Τ. Jones και του Isaac
Hayes αλλά και το στιλ του drummer, ΑΙ Jackson Jr.
που κρατάει τον ρυθμό με το snare μια στιγμή
πριν από αυτόν της μπότας! Είναι βεβαίως
και η ερμηνεία του Otis Redding. Αυτή αλλάζει
τα δεδομένα για την ως τότε soul μουσική.
Της ευρύνει τα περιθώρια απελευθερώνοντας
την από το αισθητικό της πλαίσιο, της
πρόσφερε ήχους μοντέρνους και μαζί πιο
εύληπτους για τα pop ακροατήρια! Η
ηχογράφηση του "Otis Blue " θεωρείται
από τους μουσικούς του ως "ευχάριστο
ατύχημα". Χωρίς προετοιμασία έμπαιναν
στο studio, ο Otis άρχιζε να παίζει και να
δημιουργεί τα τραγούδια. Οι άλλοι
ακολουθούσαν προσθέτοντας και από κάτι!
Δεν είχε ποτέ έτοιμα τα λόγια! Τραγουδούσε
και εφεύρισκε στίχους! Ποτέ δεν είπε θα
κάνω αυτό ή το άλλο κομμάτι, ή θα γράψω
ένα album με τίτλο "Otis Blues ".Απλά, έγραφε
κομμάτια. Τα περισσότερα ηχογραφήθηκαν
σε έναν μαραθώνιο δύο ημερών! Στο τέλος
οι μουσικοί δεν ήξεραν τι έπαιζαν! Στον
Otis έπαιρνε μια ημέρα να ετοιμάσει τη
σύνθεση, είκοσι λεπτά να ενορχηστρώσει
και δύο-τρεις να την ηχογραφήσει.
Αστείρευτη πηγή έμπνευσης! Όλα πήγαιναν
δεξιά στην ζωή του Otis Redding!
ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΗΧΟΓΡΑΦΕΙ ΞΑΝΑ, ΩΣΠΟΥ
ΕΠΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ μοιραίο... To "[Sittin'On] The
Dock Of The Bay" έμελλε να γίνει ο επιτάφιος
του. Η πιο δυνατή από τις μπαλάντες του,
θεσμοθετεί τις αλλαγές που έρχονταν
στον τρόπο γραφής και ερμηνείας του.
Μελωδία που κυλάει αβίαστα, ρυθμικά,
απόδοση χωρίς υψηλές ή "μελό" νότες.
Το κομμάτι μιλά για το μέλλον όπου τίποτε
δεν πρόκειται να αλλάξει - σε αντίθεση
με τον Sam Cooke και το "A Change Is Gonna Come",
το οποίο έγραψε λίγο πριν δολοφονηθεί
και κυκλοφόρησε, όπως και το "Dock Of The
Bay", μετά! Είναι ειρωνικό, αλλά ο ήρωας
του τραγουδιού κάθεται στην αποβάθρα
βλέποντας τον χρόνο να φεύγει μακριά
ενώ η μοναξιά του γίνεται αχώριστος
σύντροφος...
Το τραγούδι πάει nο1 στην Αμερική και
Νο3 στη Βρετανία - ο κόσμος ψάχνει για
νέο υλικό. Η εταιρεία εξαντλεί τα αρχεία
της και κυκλοφορεί έκτοτε αρκετά Best,
πολύ περισσότερα από τα επίσημα albums του
Otis. Κοινή είναι η μοίρα των πρόωρα χαμένων
μεγάλων μουσικών.Η μαύρη ψυχή του Otis
και η soul από τα έγκατα της μουσικής,
τραγουδούν - 46 χρόνια τώρα - το
ίδιο άσμα: Respect! "Ο φτωχός Otis πέθανε
και έφυγε - μ' άφησε εδώ να τραγουδώ το
τραγούδι τον 7 - ψελλίζει ο Morrison από τη
γωνία του, ενώ ο Παύλος, "I remember
Οtis'"...και σιγοσφυρίζει τον σκοπό της
μαύρης μπαλάντας.Αναδημοσιευση κειμενου. Περιοδικο "Zoo" Ιανουαριος - Φεβρουαριος 1998 τευχος 7.
Taste :
Ready steady go - Otis Redding (1966) - complete show!
Otis Redding -Try A Little Tenderness" Live 1967 (from the 1967 Stax/Volt tour which we released on DVD in 2007 as "Stax/Volt Revue Live In Norway 1967." )
Για τους περισσότερους ο Sergio Mendes ήταν ο κορυφαίος Βραζιλιάνος καλλιτέχνης της δεκαετίας του '60. Τα Ι.ρ. του με το συγκρότημα του "BRASIL 66" ήταν συνήθως μέσα στα πέντε καλύτερα, στα charts της Αμερικής, παίζονταν από τους 'ποπ' ραδιοφωνικούς σταθμούς και έγινε ένας από τους δημοφιλέστερους μουσικούς στη Νότια Αμερική, με διεθνείς επιτυχίες, προσφέροντας στους ακροατές του ένα είδος jazz, easy listening και bossa nova ήχων. Γεννημένος στο Niteroi της Βραζιλίας, στις 11 Φεβρουαρίου του 1941, γιός ιατρού, άρχισε να ασχολείται με τη μουσική από τότε που ήταν ακόμη παιδί με σπουδές στο κλασσικό πιάνο. Ο Sergio Mendes ζούσε στο Rio de Janeiro και ήταν η αγάπη του για τη μουσική bossa nova που στα μέσα της δεκαετίας του '50, σε ηλικία 15 ετών τον έκανε να εγκαταλείψει τις κλασσικές σπουδές για χάρη της. Άρχισε να συνεργάζεται με διάφορους καλλιτέχνες του Rio όπου απορροφά το μουσικό ένζυμο κυρίως των Antonio Carlos Jobin και Astrud Gilberto.
Η φήμη του μεγάλωσε κατά τις επισκέψεις στη Βραζιλία των Αμερικάνων 'γιγάντων' της jazz, όπως Dizzy Gillespie, Charlie Byrd, Paul Winter, Roy Eldridge, Genz και Herbie Mann. Γίνεται ο ηγέτης της πρώτης του ουσιαστικά μπάντας με το όνομα The 'Sexteto Bossa Trio', με μέλη της πολλούς από τους επισκεπτόμενους μουσικούς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την πρώτη του δισκογραφική εμπειρία το με τον τίτλο "Dance Moderno" κάτω από την ετικέτα της Philips. Από το ο Mendes έπαιζε στο Birdland της Νέας Υόρκης με τον Cannonball Adderley και μαζί την ίδια χρονιά ηχογράφησαν ένα album για λογαριασμό της Capitol. Οι πρώτες του δουλειές ήταν φανερά επηρεασμένες από τον Carlos Jobim, όπως για παράδειγμα, τα Ι.ρ. του "Bossa Nova York" και "Girl From Ipanema". Στην επίσκεψή του στη Νέα Υόρκη το 1964 γοητεύτηκε από τον τρόπο ζωής και το θεώρησε ιδανικό να μεταναστεύσει εκεί, αρχικά δουλεύοντας με τους Carlos Jobim και Art Farmer και στη συνέχεια δημιουργώντας τους "Brasil 65", την επόμενη ακριβώς χρονιά. Η μπάντα ηχογράφησε για την Capitol χωρίς να έχει την αναμενόμενη επιτυχία, ωστόσο το 1966 ο Mendes με την ορχήστρα του, μετονομασμένη πια σε 1 Brasil 66', συνάπτει συμβόλαιο με την Α&Μ Records οπότε και αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον του κοινού προς το πρόσωπο του. Η μπάντα, με την οποία ηχογραφούν πια για λογαριασμό της Α&Μ rec, αποτελείται από τους Sergio Mendes: πλήκτρα, φωνή, Bob Matthews: μπάσο, Jao Palma: τύμπανα, Jose Soares: μπάσο, στα φωνητικά ο Herb Alpert (συνιδιοκτήτης της Α&Μ) και Janis Hansen, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία παίζοντας ένα μίγμα ελαφριάς' jazz με bossa nova στηριζόμενο πάνω στις λαϊκές Βραζιλιάνικες μελωδίες.
Το πρώτο του album στηρίχτηκε στο 'εθνικό' "Mas Que Nada" με την
προβλεπόμενη επιτυχία. Το δεύτερο Ι.ρ. με τίτλο "EQUINOX" περιείχε τα
'Night and Day', 'Constant Rain (Chove Chuva), και 'For Me' τα οποία
έγιναν πολύ αγαπητά από το κοινό, ενώ στο τρίτο "Look Around" δεσπόζει η
διασκευή στο ' With a Little Help From My Friends' των Beatles χωρίς να
παραβλέπουμε τα'The Look of Love','The Frog' και φυσικά το ομώνυμο'Look
Around'. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έκανε και μερικές
ηχογραφήσεις για λογαριασμό της Atlantic Records, ξεχωριστά απ' αυτές
της Α&Μ, στοχεύοντας στο 'ελαφρύ' ακροατήριο της jazz! Σ' αυτές τις
ηχογραφήσεις είχε κάποιες συνεργασίες με τους Carlos Jobim, Art Woods,
Hubert Laws και Charlie Fisher οι οποίες ποτέ δεν προσέλκυσαν το
ενδιαφέρον του κοινού ή δεν είχαν τις ανάλογες πωλήσεις όπως οι
ηχογραφήσεις του με τους "Brasil 66".0 Sergio 'περπάτησε' επιτυχώς σε
μια λεπτή γραμμή μεταξύ των διεθνών και εσωτερικών ακροατηρίων από τις
αρχές της δεκαετίας του '60 μέχρι και το τέλος της, χωρίς να
απογοητεύσει κανέναν.
Φάνηκε όμως να χάνει τη δημοτικότητά του με τη στροφή της δεκαετίας και τα δύο Ι.ρ. του "Stillness" και "Stephen Stills", βασισμένα σε folk παραδοσιακούς Βραζιλιά νικους ήχους, αποτυγχά νουν να κάνουν οποιαδή ποτε εντύπωση στους ακροατές του αλλά και στα αμερικάνικα charts. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μετακινηθεί στη μικρότερης εμβέλειας δισκογραφική εταιρία Bell Records, το 1973 και στη συνέχεια στην Electra Rec όπου και θα ηχογραφήσει το πρώτο του επίσημο solo album. Οι δισκογραφικές δου λειές του συνεχίζονται και κατά τις δεκαετίες του 70 και '80, ποτέ όμως με ! την ίδια επιτυχία που γνώρισε στα sixties κι αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σχεδόν όλος ο κατάλογος της Α&Μ και αρκετές από τις δουλειές του στην Atlantic έχουν επανεκδοθεί όχι μόνο σε Ευρώπη και Αμερική αλλά ακόμη και στην Ιαπωνία.
Taste :
Sergio Mendes & Brasil '66 - For What It's Worth
Sergio Mendes & Brasil '66 - With a Little Help From My Friends
Το “Σ' ΑΓΑΠΩ” θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η πιο ερωτική ταινία της Αλίκη Βουγιουκλάκη. Βασίστηκε σε μια ιδέα δική της και είναι μια τρυφερή ερωτική ιστορία που δείχνει πόσο μεγάλη δύναμη κρύβει η αγάπη και πώς μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο ν' αντιμετωπίσει ακόμη και τον ίδιο το θάνατο. Η ταινία έρχεται δεύτερη σε εισπράξεις την περίοδο 1971-72 και είναι σίγουρα απ' τις πιο πολυδάπανες παραγωγές της Φίνος Φιλμ.
Γυρίστηκε στην Αθήνα, στο Ναύπλιο, στη Γενεύη, στο Παρίσι, στη Ρώμη, στη Βενετία και στη Βερόνα. Η σημαντική μουσική του Γιώργου Χατζηνάσιου δίνει την ερωτική ατμόσφαιρα της ταινίας και ο ίδιος βάζει τα πρώτα του γερά θεμέλια στο χώρο της κινηματογραφικής μουσικής. Λίγοι είναι οι χαρισματικοί συνθέτες που με ότι καταπιάνονται το κάνουν αξιόλογο, σαν να κρατούν στο χέρι τους ένα μαγικό ραβδάκι. Ένα τέτοιο “μαγικό ραβδάκι” πιστεύω πως κρατά στο χέρι του ο Γιώργος Χατζηνάσιος που λέγεται ΤΑΛΕΝΤΟ. Μια λέξη που ταιριάζει απόλυτα στην προσωπικότητα του συνθέτη, με όλη την σημασία της. Έχει γράψει μουσική για αρκετές κινηματογραφικές ταινίες.
Η φήμη του όμως σαν συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής ξεπερνάει τα ελληνικά σύνορα κι έτσι τον βρίσκουμε να υπογράφει παραγωγές με πολύ γνωστούς και άξιους συνεργάτες.Η τελευταία του κινηματογραφική δουλειά στο εξωτερικό είναι η πολύ πετυχημένη ταινία 'SHIRLEY VALENTINE' που έγινε μεγάλη επιτυχία σ όλο τον κόσμο. Ένας διεθνής λοιπόν μουσικοσυνθέτης με πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του ίσως ο σημαντικότερος της γενιάς του,που τ'όνομα του τιμά τον ελληνικό χώρο.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Ο Γιώργος Ρωμανός είναι τραγουδιστής και τραγουδοποιός, καθώς και κιθαρίστας της τζαζ. Εμφανίστηκε το 1965 (ως τραγουδιστής) ερμηνεύοντας τους κύκλους τραγουδιών «Καπετάν Μιχάλης» και «Μυθολογία» του Μάνου Χατζιδάκι (στίχοι Ν. Γκάτσου) που δισκογραφήθηκαν τον επόμενο χρόνο. Από το 1967 δισκογράφησε και δικά του τραγούδια (στίχοι-μουσική) στον δίσκο «Μπαλλάντες». Το 1968 δισκογράφησε τον ιστορικό δίσκο του "In Concert & In The Studio", όπου συνοδεύεται σε τέσσερα κομμάτια από το συγκρότημα “Vangelis and his Orchestra”, οι οποίοι ήταν οι πρωτοεμφανιζόμενοι τότε Aphrodite’s Child, με επικεφαλής τον Βαγγέλη Παπαθανασίου).
Το 1970 ήταν συνεργάτης των Babylon και την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ, το ιστορικότατο «Δυο Μικρά Γαλάζια Άλογα», ένα από τα σημαντικότερα δείγματα Ελληνικού ψυχεδελικού ροκ και αγαπημένος δίσκος των συλλεκτών παγκοσμίως. To 1972 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για 14 χρόνια και συνέχισε εκεί τις δραστηριότητές του, γράφοντας μουσική για διαφημίσεις, θέατρο κ.ά. Το 1974 κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Dans le Grenier”, στο οποίο περιλαμβάνονταν εκδοχές των τραγουδιών του στα γαλλικά, υπό τη μορφή μπαλλάντας. Επέστρεψε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
One of the best albums cut during the Prestige jazz/funk generation of
the early 70s! The album's a super-heavy monster that has organist
Charles Kynard working with a great group that includes Rusty Bryant on
tenor, Virgil Jones on trumpet, Melvin Sparks on guitar, Jimmy Lewis on
Fender Bass, and Idris Muhammad on drums – all cooking together with the
sort of hard-grooving, high-wailing sound you'd expect from Bryant's or
Sparks' Prestige albums of the time! The use of Lewis' bass on the
bottom really leaves Kynard free to soar over the top – and in addition
to his usual Hammond, he also plays some groovy electric piano on two of
the album's tracks.