Writer Jeff Tamarkin says "ex Butterfield Band guitarist Mike
Bloomfield, drummer Buddy Miles, and others put this soul-rock band
together in 1967. This debut is a testament to their ability to catch
fire and keep on burnin'." That The Electric Flag do so well -- they
appeared at the Monterey International Pop Festival with the Blues
Project, Paul Butterfield, and Janis Joplin, and all these groups had
some musical connection to each other beyond that pivotal festival. A
Long Time Comin' is the "new soul" described appropriately enough by the
late critic Lillian Roxon, and tunes like "She Should Have Just" and
"Over-Lovin' You" lean more towards the soul side than the pop so many
radio listeners were attuned to back then.
Nick Gravenites was too much
of a purist to ride his blues on the Top 40 the way Felix Cavaliere gave
us "Groovin'," so Janis Joplin's eventual replacement in Big Brother
& the Holding Company, Gravenites, and this crew pour out "Groovin'
Is Easy" on this disc. It's a classy production, intellectual ideas with
lots of musical changes, a subdued version of what Joplin herself would
give us on I Got Dem Ole Kozmic Blues Again, Mama two years later, with
some of that album written by vocalist Gravenites. Though launched
after Al Kooper's the Blues Project, A Long Time Comin' itself
influenced bands who would go on to sell more records. In the
traditional "Wine," it is proclaimed "you know Janis Joplin, she'll tell
you all about that wine, baby." As good as the album is, though, the
material is pretty much composed by Mike Bloomfield and Barry Goldberg,
when they're not covering Howlin' Wolf's "Killing Floor" and adding
spoken-word news broadcasts to the mix. More contributions by Buddy
Miles and Gravenites in the songwriting department would have been
welcome here.
The Gentle Soul's sole album is suffused with pretty and wistful folk-rock tunes, deftly produced by Terry Melcher to incorporate dreamy orchestral instrumentation -- harpsichord, flute, and cello -- while retaining an understated subtlety. If you like the Stone Poneys, who made similar material in the late 1960s, there's no way you're not going to like this album. If you're sitting on the fence after that conditional recommendation, it might be too mellow for your tastes. If you want to know how exactly it might differ from the Stone Poneys, it's a little more on the soft-rock side, and definitely heavier on the male-female harmonies. All of which might be underselling the record, which is pretty attractive, though not astounding, on its own terms.
That's probably Ry Cooder making his presence felt on the gutsiest and bluesiest tunes, "Young Man Blue" and "Reelin'," both of which feature excellent acoustic slide guitar. Although Pamela Polland and Rick Stanley sing and write well together, it's Polland whose personality comes through stronger, particularly as she takes the occasional unharmonized lead vocal and is the sole composer of one of the record's strongest tunes, "See My Love (Song for Greg)." Is this worth the three figure prices it commands on auction lists? No. But what is? It's decent music if you can get it.
A wonderfully wicked meeting of the minds – and a legendary bit of soul
jazz from organist Big John Patton! The core of the record features the
usual Patton groove – with John on Hammond, Grant Green on guitar, and
Otis Finch on drums – but added to that mix is Bobby Hutcherson on
vibes, making a rare appearance on an organ jazz session, with some
wonderful results! The combination of vibes and organ is especially
haunting – jangling a groove with a really modal feel, and creating a
sound that instantly made this one stand out from the pack!
Ο Ginger Baker γεννήθηκε στο Lewisham, ένα προάστιο του
νότιου Λονδίνου, στις 19 Αυγούστου 1939 με το όνομα Peter Edward Baker. Όταν
ήταν μικρός του άρεσε η ποδηλασία και το όνειρο του ήταν κάποτε να ασχοληθεί μ'
αυτήν επαγγελματικά. Αυτά μέχρι που αγόρασε την πρώτη του drum σε ηλικία 15
ετών, οπότε η αγάπη του για τη σύγχρονη τέχνη και την jazz τον έκανε να
ασχοληθεί αποκλειστικά μ' αυτό. Ήταν ένας επαναστάτης beatnik με εκκεντρική
εμφάνιση και με έντονες καλλιτεχνικές ανησυχίες όπως η γλυπτική, η ζωγραφική
αλλά και η οδήγηση γρήγορων αυτοκινήτων. Κάποια στιγμή του προτάθηκε να παίξει
τρομπέτα σ' ένα τοπικό σχήμα με το όνομα "Air Training Corp. Band".
Εκεί παρατηρώντας τον drummer του γεννήθηκε η ιδέα να ασχοληθεί με το
συγκεκριμένο μουσικό όργανο.
Θυμάται την πρώτη του εμπειρία με τα τύμπανα
λέγοντας: "Ήμουν καθισμένος στα drums και παρατηρούσα τον ήχο για αρκετή
ώρα... Χρησιμοποιούσα μαχαίρια και πιρούνια χτυπώντας τα στο τραπέζι,
δημιουργώντας έναν ήχο που τρέλαινε τον καθένα, αλλά και στο σχολείο χτυπούσα
με διάφορα αντικείμενα πάνω στο θρανίο κι έκανα τα παιδιά να χορεύουν. Αυτό
ήταν... Μου πρότειναν να καθίσω στη θέση των τυμπάνων και όταν τελείωσα κάποιος
αναφώνησε: Ώ! έχουμε drummer. Κι εγώ σκέφτηκα ότι αυτό είναι κάτι που μπορώ να
κάνω".
Μετά απ' αυτό και μόνο για μερικούς μήνες έπαιζε με μια
τοπική jazz μπάντα. Σε ηλικία 16 ετών εγκατέλειψε δουλειά και σπίτι και πέρασε
ένα χρόνο στο δρόμο. Στη συνέχεια αποφάσισε να ασχοληθεί και πάλι με τα
τύμπανα. Χρησιμοποιούσε ένα Perspex από το 1961 ως το 1966 οπότε απόκτησε το
δικό του Ludwig set. Δυστυχώς αυτά ήταν τα drums τα οποία σε μια φιλονικία επί
σκηνής με τον μπασίστα Jack Bruce - επί ημερών Graham Bond Organisation - δεν
άφησαν τίποτα όρθιο, κάτι που θα κάνει τον Jack Bruce να θυμηθεί ότι το
συγκεκριμένο drum ηχούσε τόσο θεαματικά όσο κανένα άλλο απ' όσα είχε ακούσει ως
εκείνη τη στιγμή.
Ακούγοντας τον Ginger Baker να παίζει καταλαβαίνεις ότι είχε
επηρεαστεί από το παίξιμο των Baby Dodds και Alton Red, ώσπου 'ανακάλυψε' τον
Max Roach. Εφαρμόζοντας την Roach' τεχνική, σ' αυτό τον άγριο και μη συμβατό
τρόπο παιξίματος του φιλοδοξούσε να εξελιχθεί σε μια ρυθμική μεγαλοφυΐα που θα
κατέπληττε τους drummers όλου του κόσμου. Μετακινούμενος προς το δυτικό Λονδίνο
βρήκε μια καινούρια δουλειά σε μια μπάντα. Εκεί όμως θα έπρεπε να γνωρίζει να
διαβάζει μουσική και να παίζει με νότες. Αυτό τον δυσκόλεψε πολύ και χρειάστηκε
περισσότερο από μια εβδομάδα για να καταλάβει τι σημαίνει το σημάδι επανάληψης
στις παρτιτούρες, εντούτοις ήταν αυτό που του άνοιξε καινούργιους ορίζοντες.
Στα early sixties τον βρίσκουμε να είναι μέλος σε διάφορα jazz σχήματα
προσπαθώντας να γίνει ένα μέρος του σύγχρονου jazz κυκλώματος του Λονδίνου. Το
εμπαθές και μη συμβατικό ύφος του, για να μην αναφέρουμε την ιδιοσυγκρασία του,
τον παρουσίαζαν ως ενοχλητικό. Θυμάται για κείνες τις μέρες: "Οταν
καθόμουν στα drums έπαιζα σαν τρελός, νομίζω ότι είχα δεθεί συναισθηματικά με
τη μουσική. Σε πολλούς δεν άρεσε αυτό. Είχα τις επιρροές μου, προφανώς, αλλά
όταν έπαιζα τη σύγχρονη jazz κατηγορήθηκα ως rock'n'roller, επειδή έπρεπε να
καθορίζω το off-beat. Δεν συμπάθησαν ποτέ αυτό το δυνατό χτύπημα των τυμπάνων
και το ακροατήριο να χτυπά τα χέρια του και να χορεύει, πίστευαν πως το σωστό
ήταν ο κόσμος να κάθεται στις καρέκλες του και να πίνει το ποτό του. Αλλά εγώ
δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου rock'n'roller, ήμουν πάντα ένας jazzer".
Το 1962 εισήγαγε την R'n'B σκηνή και τον Αύγουστο του ίδιου
χρόνου ενσωματώθηκε στους Alexis Corner Blues Inc. Μια βραδιά, ο μεγάλος jazz
drummer Phill Seamen πήγε να τον ακούσει και να τον δει να παίζει στο Flamingo
All-Niter club στην οδό Wardour, όπου βρισκόταν και ο σαξοφωνίστας Tubby Hayes.
Τον Φεβρουάριο του 1963 ο Ginger Baker με τον Jack Bruce αφήνουν τον Alexis
Corner για να πλαισιώσουν τους Graham Bond Organisation. Ο Ginger έμεινε μαζί
τους ως το 1966, οπότε δημιούργησε τους Cream, με τους οποίους ανέπτυξε μια
jazz-rock προσέγγιση στον τρόπο παιξίματος του και έγινε ο πρώτος, πιθανώς,
drummer του είδους αυτού. Όλα αυτά τα χρονιά ήταν συναρπαστικά για κείνον, αλλά
και πολύ σημαντικά για την βρετανική R'n'B σκηνή.
One of the greatest Cannonball Adderley albums from the Riverside years –
a completely smoking live date recorded in San Francisco, often with
long tracks that really let the group open up and do their thing! The
lineup here is that classic one that first grabbed attention – the group
with brother Nat on cornet, Sam Jones on bass, Louis Hayes on drums –
and a young Bobby Timmons on piano, really cooking things up with
tremendous drive, energy, and a sense of the groove! Titles include a
great workout on Timmons' classic "This Here", plus originals "You Got
It" and Spontaneous Combustion", and a great version of "Hi Fly". Soul
jazz at its best, by one of the groups who gave the genre its name in
the first place!
Taste :
The Cannonball Adderley Quintet featuring Nat Adderley - This Here
Το 1986 στην προσπάθεια του για αναζήτηση νέων μελών των Fuzztones ο
Rudi φτιάχνει για την πλάκα του και ένα άλλο γκρουπ instrumental τους
Link Protrudi & The Jaymen (αποτίοντας φόρο τιμής στον πολύ μεγάλο
Link Wray) το οποίο τα πάει πολύ καλά τα επόμενα χρόνια, καθώς και
δισκογραφία παρουσιάζει και πετυχημένες ζωντανές εμφανίσεις κάνει. Η
ανακοίνωση από το αφεντικό της Music Maniac Records ότι το 'Live In
Europe' lp τους τα πάει και αυτό καλά όσον αφορά τις πωλήσεις
ενεργεί σαν ενδοφλέβια ένεση αδρεναλίνης στον Rudi καθώς και νέους
Fuzztones έχει βρει και υλικό έχει αρχίσει να ετοιμάζει για τον επόμενο
στούντιο δίσκο, ο οποίος έρχεται το 1989 από την Beggars Banquet με
τίτλο 'In heat' .
Στον δίσκο δεν υπάρχουν διασκευές, την παραγωγή
την έχει κάνει ο θρυλικός (κι αυτός) Shel Talmy (παραγωγός των Who,
Creation, Kinks και πολλών άλλων στα 60ς) και επιτέλους οι Fuzztones
φτιάχνουν ένα δίσκο, σύγχρονο, δυναμικό, αρχιδάτο! Γκρίνιες και πάλι,
γίνεται και το καλό με τους Phuzztones (πρώην μέλη των Fuzztones) και
ενώ όλα έδειχναν ότι θα πήγαιναν καλά οι Fuzztones ξαναδιαλύονται και η
Beggars Banquet τους κλωτσάει. Ο «δύστροπος» Rudi αυτή τη φορά αντιδρά
πιο γρήγορα και με καλεσμένους τους Arthur Lee (Love) και Sean Bonniwell
(Music Machine) ηχογραφεί το ψυχεδελικότερο lp των Fuzztones
(1991-Music Maniac) με τίτλο 'Braindrops'. Από τα δώδεκα τραγούδια
του δίσκου τα τρία είναι διασκευές και το εξωφυλλο του δίσκου
ειναι από μια ζωγραφιά του Rudi. by Nick Arvanitakis
Perhaps the story of the band is not well known, but their achievements
were great„and international: editions of their sole LP were produced in
Peru, Mexico, Brazil and Ecuador, and 45rpm singles were published in
Mexico and Greece. St. Thomas Pepper Smelter was formed by Gerardo
Manuel Rojas on vocals and tambourine, Beto Tataje on rhythm guitar and
lead guitar, Juan Carlos Barreda on bass and vocals, Carlos Manuel
Barreda on drums and backing vocals (all from the famous group Los
Shains), and Freddy Macedo on keyboards. Their first single was a cover
of Purple Haze b/w one of their own compositions, A New Summer.The
band then began to record their only LP.
That album contains twelve
tracks„six written by the band, and the other half cover versions. The
band's music could be described as freak beat in many ways, it is a
preview of the garage /surf style of Los Shain's, heading towards the
heavy psychedelic rock of Gerardo Manuel & El Humo. At the time, St.
Thomas Pepper Smelter simply called it ñunderground music.Gerardos
voice is soft in the bands own songs, and aggressive on the cover
tunes; his guitar style oozes fuzz. The foundation of bass and drums by
the brothers Barreda is very powerful and strong; and the songs benefit
from the layers of keyboard played by Freddy Macedo.
Taste :
The (St. Thomas) Pepper Smelter - Pepper's Boogaloo
The (St. Thomas) Pepper Smelter - People
The (St. Thomas) Pepper Smelter - Betty Boom, Little Monster, Doggie And Peggie At The Witches Castle
To 1972 και μετά την οριστική διάλυση των Strangers οι
Αντωνιάδης και Τσώνης συνάντησαν τον πρώην σαξοφωνίστα των Ολύμπιανς Βαγγέλη
Κουτσοτόλη και από κοινού αποφάσισαν να συγκροτήσουν ένα καινούριο σχήμα που θα ειχε σαν μουσική του φόρμουλα τη ποιοτική ποπ.
Αρχικά αφού έπαιζαν στο κλάμπ "Piper" της
συμπρωτεύουσας, μετακόμισαν στη συνέχεια στη Ρόδο όπου φιλοξενήθηκαν στον
ανάλογο χώρο του "Golden Beach" ενώ το ίδιο έτος δέχθηκαν μια
απρόσμενη πρόσκληση να μεταβούν στις Ηνωμένες Πολιτείες για να δώσουν μία σειρά
παραστάσεων στην εκεί ελληνική ομογένεια. Με την επιστροφή τους συμφώνησαν με
την εταιρεία Μίνος να βγάλουν ένα άλμπουμ αλλά αυτό τελικά ηχογραφήθηκε
βιαστικά και σε χρόνο ρεκόρ, μην επιτρέποντας στο γκρουπ να δείξει τις
πραγματικές του δυνατότητες αφού έπασχε φανερά από τη μέτρια παραγωγή.
Το γεγονός αυτό έφερε τη δυσαρέσκεια στα μέλη και τους
οδήγησε στη διάσπαση ενώ είχε ήδη προηγηθεί η αποχώρηση του ντράμερ Μηχαηλίδη
που έμεινε στην Αμερική και αντικαταστάθηκε από τον Αγγελο Ζηκόπουλο. Μετά το
τέλος της μπάντας ο Αντωνιάδης σχημάτισε ένα ακόμη σύνολο τους Rascals, που
διέλυσε όμως μετά τη κυκλοφορία ενός επτάϊντσου, ο Κουτσοτόλης έστρεψε το
ενδιαφέρον του προς την τζαζ, ενώ οι Μπάλωμας και Τσώνης έφυγαν στην Αθήνα με
τον δεύτερο να εντάσσεται το 74 στον ποπ πυρήνα των Sunset.
Με τις περγαμηνές μιας σωστής επαγγελματικής μπάντας το
σχήμα αρχικά είχε προσθέσει στην ονομασία του και τη λέξη Combo, επιδιώκοντας
μ' αυτή τη κίνηση να καταδείξει τη προσήλωση των μελών του προς τον βρετανικό
ήχο.
Στη συνέχεια όμως απέσυραν το δεύτερο συνθετικό του τίτλου
τους αφού προσανατολίσθηκαν προς τη χορευτική μουσική έχοντας ως κυρίαρχες
επιρροές τους το χώρο της σόουλ. Μία στροφή την οποία υλοποίησαν και
δισκογραφικά αφού στο πρώτο τους επτάϊντσο διασκεύασαν τη ρυθμική επιτυχία του
James Brown, το "Papas Got A Brand New Bag". Στο μεταίχμιο της
δεκαετίας ένωσαν τις δυνάμεις τους διαδοχικά με τους ιταλούς τραγουδιστές Oscar
και Claudio, ενώ ηχογράφησαν και το δεύτερο τους 45άρι που περιλάμβανε εκ νέου
δύο διασκευές που είχαν γνωρίσει ιδιαίτερο σουξέ στη Γαλλία από τον Ninno
Ferrer. Αλλά όπως συνέβη και με το παρθενικό επτάϊντσό τους, ο δίσκος
αντιμετώπισε ένα περιορισμένο αγοραστικό ενδιαφέρον.
Μέχρι τη διάλυση τους που σημειώθηκε γύρω στα τέλη της
δεκαετίας, στο γκρουπ έγιναν αρκετές αλλαγές μελών με πιο σημαντικές το πέρασμα
απ'αυτό του κιθαρίστα Αργύρη Κουλούρη (μετά - Aphrodite's Child) και του Πέρρη
Χαμηλοθώρη (μετά -Jaguars).
Ένα ακόμη αξιόλογο μουσικό όχημα από την Πάτρα που μαζί με
τους Spiders και τους Frogs καλλιέργησαν μία συμπαθητική σκηνή στην πόλη αυτή,
η οποία όμως παρέμεινε άγνωστη στο πανελλήνιο εξ αιτίας των δύσκολων συνθηκών
που επικρατούσαν στο χώρο εκείνη την περίοδο.
1973 Club Ακταιον με Ζωζω Σαπουτζακη
Είχαν ιδρυθεί από τον κιθαρίστα τους Γιάννη Νικολόπουλο ενώ
τα υπόλοιπα μέλη τα στελέχωναν ο οργανίστας Χρήστος Έξαρχος, ο σαξοφωνίστας
Σπύρος Τούλιος, ο δεύτερος κιθαρίστας Νίκος Γκατζούνας, ο μπασίστας Σάκης
Ρουμελιώτης και ο ντράμερ Γιάννης Στέλλας. Το '68 το γκρουπ ηχογράφησε ένα
σπάνιο 45άρι με δύο συνθέσεις που ανήκαν στον Νικολόπουλο τα "Αγάπης Λόγια
/ Μείνε Κοντά μου" στην Popular ενώ παράλληλα συνόδευσε και τον Δάκη ή
Dakya' ένα από τους πρώτους δίσκους της προσωπικής του πορείας το "What
Kind Of Love / Goodbye" στη Parlophone.