Γεννημένος στις 26 Σεπτεμβρίου του 1943 , στο Leigh της
Αγγλίας , ο Clive Powell
, όπως είναι το πραγματικό του όνομα , ήταν μόλις 17 ετών όταν έπαιξε για πρώτη
φορά πιάνο σε επίσημη ηχογράφηση και συγκεκριμένα
στο “Pistol Packin’Mama” Του Gene Vincent. Έναν χρόνο αργότερα προσχώρησε
στους Blue Flames , τη μπάντα που συνόδευε τον Billy Fury, προτού ο Joe Meek του
συστήσει τους Tornados.
Οι Blue Flames , λοιπόν, απορριφτήκαν από τον Fury, επειδή παρέκκλιναν από τη rock κατεύθυνση
που επιθυμούσε ο τελευταίος και ο δαιμόνιος manager Larry Parnes. Αυτή ακριβώς η “όχι
και τόσο rock” ταυτότητα
τους θα του έκανε λίγο αργότερα διάσημους σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Οι Blue Flames ακόμα και ονομαστικά , θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μια
τομή ανάμεσα στους Bluesbreakers και τους Famous Flames.
Με τους πρώτους τους ένωνε το γεγονός ότι από τις τάξεις τους πέρασαν πάρα πολλοί
μουσικοί , ορισμένοι από τους οποίους έγιναν διάσημη στη συνέχεια , όπως οι John McLaughlin,Mitch Mitchell (drummer του Hendrix) Colin Green (συνεργάτης της Shirley Bassey) κ.α. Με τους δεύτερους
μοιράζονταν το ίδιο πάθος για το αυθεντικό, παθιασμένο r’n’b . Με βάση
το θρυλικό Flamingo Club του Soho,
οι Famous Flames ξεκίνησαν να παίζουν μουσική σύμφωνα με τις επιταγές της εποχής,
τουτέστιν με τις προτιμήσεις των θαμώνων που είχαν συνηθίσει να ακούν διασκευές
σε γνωστά και άγνωστα hits εξ Αμερικής. Στα μάτια τους οι Blue Flames ήταν
ένα ακόμη συγκρότημα που είχε τη υποχρέωση να ανακαλύπτει κρυμμένους θησαυρούς
της αμερικανικης μουσικής και να τους επανεκτελει με πιστότητα – όχι όμως και
στα αυτιά τους : γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι ο Greorgie Fame δεν
θα μπορούσε να αρκεστεί σε αυτό τον ρόλο. Οργώνοντας συναυλιακα τη Μεγάλη Βρετανία
(επιστρέφοντας όμως πάντοτε στο Flamingo που τον ανέδειξε , ενώ στο γειτονικό Marquee οι Blues Incorporated
του Alexis Korner αποτελούσαν το αντίπαλο δέος- υπερείχαν ωστόσο , λογω της ηπειρωτικής
καταγωγής τους).Οι Blue Flames είχαν αποκτήσει τεράστια φήμη χάρη στις πολύωρες ζωντανές εμφανίσεις
τους (μέχρι τέσσερις ώρες) , τις πολυάριθμες συναυλίες που έδιναν (πάνω από σαράντα
τον …. Μήνα) και το ανεξάντλητο ρεπερτόριο τους (για να μην παίζουν διαρκείς τα
ίδια , δανείζονταν δίσκους με κάθε ευκαιρία και ενσωμάτωναν συνεχώς καινούργια τραγούδια
στο set τους).
Ο Fame , ωστόσο, ήταν φύσει ανικανοποίητος. Ως ένας από τους πρώτους
Λονδρέζους που παράτησαν το πιάνο για χάρη του Hammond b3 και έχοντας πρότυπο τον ήχο
του Jimmy Smith και του Booker T(πλαισιώνοντας
τον με congas και δυο σαξόφωνα) αποφάσισε να συστήσει στο ολοένα και αυξανόμενο
κοινό του το Blue Beat η καλύτερα το γνήσιο r’n’b , όπως το αντιλαμβανόταν
όμως ο ίδιος : ένας λευκός μεσοαστός από τη βροχερή Αγγλία , που θαύμαζε το Ray Charles για
την επανάσταση που είχε εισάγει στον εκτελεστικό τομέα της μαύρης μουσικής. Ο Fame συνειδητά
η όχι , έπαιξε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα σχεδόν τα πάντα : rock , jazz , r’n’b , ska , reggae , funk , samba. Οι εκρηκτικές εμφανίσεις των Blue Flames ήταν
αδύνατο να μεταφερθούν ακέραιες μέσα στους ψυχρούς τοίχους των studios ,
γι αυτό και το δισκογραφικό τους ντεμπούτο ηχογραφήθηκε εξολοκλήρου ζωντανά κάτω
από την επίβλεψη του Glyn Johns
( παραγωγού των Stones,
Crosby
Stills & Nash αργότερα
των Green On Red
, Belly και Linda Ronstadt).
Το “ Rhythm And Blues At The Flamingo”
κυκλοφόρησε το 1963 και μέχρι σήμερα λειτουργεί ως μια απτή απόδειξη του τι συνέβαινε
στα βρετανικά clubs κάθε βράδυ που οι Blue Flames ανέβαιναν στη σκηνή. Σύμφωνα όμως
με μαρτυρίες , τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με το “real thing” γι αυτό άλλωστε ένα χρόνο
αργότερα μπήκαν τελικά στο studio και βγήκαν μαζί με μια κόπια του ημιεπιτυχημενου “Fame At Last” υπό μάλης.
Το 1965 ήταν η χρονιά που θα έκανε οριστικά γνωστό το όνομα
του Fame σε ολόκληρη τη Βρετανία. Διαλέγοντας να διασκευάσει ένα instrumental
κομμάτι του Mongo Santamaria με τον τίτλο “Yeh Yeh” και δανειζόμενος τους στίχους που είχε γράψει πάνω σε αυτό ο
Jon Hendricks ,
ο Fame
έφτασε το No 1 Uk και
No 21 Us. Όλα έδειχναν ότι μαζί με τα άλλα βρετανικά
συγκροτήματα της εποχής , ο Fame θα έπαιρνε τη εκδίκηση του r’n’b και μάλιστα
εκτός έδρας , στην ίδια τη πατρίδα της μαύρης μουσικής. O Fame όμως ήταν πολύ “μαύρος” για τα γούστα των Αμερικανών.
Δεν ήταν μόνο η ερμηνεία του που οδηγούσε σε αυτή την εντύπωση , ούτε η απροκάλυπτη
λατρεία του για τον Bo Diddley , τον Percy Mayfield τον King Pleasure και τον Eddie Jefferson όσο η (άτυχης) συγκυρία που ήθελε δυο εκ των Blue Flames να
είναι μαύροι : ο τρομπετίστας Eddie Thornton και ο Τζαμαϊκανός περκασιονιστας Speedy Acquaye , που είχε , συν τοις
άλλοις , καταδικαστεί και σε ολιγομηνη φυλάκιση για χρήση μαριχουάνας. Με τους Blue Flames ,
λοιπόν, ο Fame μπορούσε να βάλει φωτιά σε όλα τα clubs , δεν μπορούσε όμως να γίνει αποδεκτός
από το συναυλιακο κύκλωμα της Αμερικής . Αυτός ίσως ήταν και ένας από του λόγους
που το 1966 , λίγο μετά την κυκλοφορία του “Sound Venture” , μια συνεργασία των Blue Flames με την big band του
Harry South, τα μελή της οποίας πλήρωσε
ο ίδιος προκειμένου να κάνει πραγματικότητα ένα παλιό του όνειρο , αποφάσισε να
τους διαλύσει. Από εκεί και πέρα μεταπήδησε στην CBS , της οποίας
οι εμπορικές προβλέψεις διαψευστήκαν προς μεγάλη απογοήτευση πολλών , όχι πάντως
του ίδιου , που έφτασε στο σημείο να δώσει συναυλία στο Royal Albert Hall συνοδευόμενος
με την ορχήστρα του Count Basie
, να ταξιδέψει μέχρι τη Βραζιλία . όπου διεύρυνε ακόμη περισσότερο τους μουσικούς
του ορίζοντες , να συνεργαστεί με τον Alan Price (Animals)
να κυκλοφορήσει τον πλέον προσωπικό του δίσκο “ All Me Own Work” στη Reprise , να βρει στο πρόσωπο του Jeff Ryan τον
στιχουργό που έψαχνε μια ζωή , να επανασχηματισει τους Blue Flames σε
δεκατριαμελη σύνθεση για τις ανάγκες του single “Ali Shuffle”
(αφιερωμένο στον Muhammad Ali)
και να βρεθεί στον δρόμο του …. Chris Blackwell
, ο οποίος το έπεισε να ηχογραφήσει δυο δίσκους, εκ τον οποίων μόνο ο ένας (φερώνυμος)
είδε το φως της ημέρας. Το συμβόλαιο του
με την Island άντεξε κάτι λιγότερο από δυο χρόνια , στο διάστημα αυτό όμως
είχε την ευκαιρία να παίξει μαζί με μουσικούς που εκτιμούσε πολύ : Steve Croupper , J.J Cale, Booker T . Jones , Harvey Manson , Raoul De Souza , Elton Dean ….
Στη συνέχεια πήρε μεταγραφή για την Pye , πέρασε από την Go-Jazz του Ben Sidran όπου
κατέληξε στη δική του εταιρεία . Οι δίσκοι αυτοί πέρασαν λίγο πολύ απαρατήρητοι
, ο ίδιος ο Fame όμως δεν πρόδωσε ποτέ τις αρχές του ούτε ξέπεσε στην κατηγορία
του γραφικού βετεράνου. Το Hollywood τον κάλεσε να χαρίσει τη φωνή του στο βασικό θέμα της ταινίας
“ Glengarry Glen Ross” το Ronnie Scott ‘s Club του
άνοιξε τις πόρτες σε μια από τις πιο συγκινητικές βραδιές το 1986 , παραμένει ιδιαίτερος
δημοφιλείς σε δύσκολες αγορές σαν κι αυτές της Σκανδιναβίας , της Γερμανίας ,
της Ολλανδίας και της Ιαπωνίας , πήρε μέρος στο all star project του
Bill Wyman και
ο Van Morrison τον
έχρισε πριν από 25 χρόνια αρχιμουσικό της μπάντας του , ενώ μαζί τίμησαν αρχικά
τις Jazz καταβολές τους με το Live “How Long Has This Benn Going On” και
λίγο μετά , έναν ήρωα τους τον Mose Allison.
Αυτός είναι ο George Fame ένας αιώνιος νεανίας μουσικός που
δεν θα μπορούσε ποτέ να μην αναζητά κάτι καινούργιο για να παίξει κοινό του ,
σε ένα κατάμεστα club ή στο ήσυχο σπίτι του , μπροστά στους δυο γιους του (είναι επίσης μουσικοί). Ο Fame που ερμηνεύει
αριστουργηματικά το “Eso Beso”
που μιμείται με χιούμορ τον Fats Domino που οδηγεί τους Blue Fames σε μια διονυσιακή εκτέλεση του “In-Crowd” που διασκευάζει εκπληκτικά το “Daylight” του Bobby Womack και
το “soul Stomp”
του Jimmy McGriff…
Ο Fame
που αν είχε γεννηθεί μαύρος , δεν θα είχαν αλλάξει και πολλά πράγματα. Απλώς δεν θα ήταν ο μοναδικός
λευκός που την άνοιξη του 1964 προλόγιζε την περίφημη Tamla Motown Tour. (αναδημοσιευση απ το περιοδικο ΖΟΟ Ιαν.- Φεβρ. 1999)
Ο George Fame θα μπορουσε να περασει στην ιστορια σαν ενας απ τους ελαχιστους καλλιτεχνες που εριξαν δυο φορες τους Beatles απο το No 1 του Uk singles chart.
By Electric Looser
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου