Στα τελη του 1960 , ένας δεκαεννιάχρονος κιθαρίστας και τραγουδιστής της folk ονόματι Μπομπ Τσίμερμαν παράτησε το κολέγιο και την πατρίδα του τη Μινεσότα, και τράβηξε για την Ανατολική Ακτή. Πριν ξεκινήσει, φρόντισε να εφοδιαστεί με καινούργιο όνομα και καινούργια ταυτότητα.
Ξανάχτισε το παρελθόν του, στο οποίο περιέλαβε περιόδους όπου περιπλανιόταν στη χώρα σαν ορφανεμένος τροβαδούρος και δούλευε σε ενα περιοδεύον λούνα παρ κ- κατασκεύασε και μερικά συναρπαστικά ανέκδοτα για να εξωραΐσει την ιστορία του, για όποιον ήθελε λεπτομέρειες. Και με την ανεμελιά και τη φιλοδοξία της νιότης, ανέτρεψε τις πιθανότητες που είχε ένας νεαρός από το Μίντγουεστ να πετύχει στον ανελέητο κόσμο της Νέας Υόρκης, τον τελικό προορισμό του. Ο Τσίμερμαν όμως είχε ένα πλεονέκτημα: η μοίρα δεν υπόκειται στο νόμο των πιθανοτήτων. Και μερικές φορές, στο κάλεσμα της απαντούν οι πιο απίθανοι χαρακτήρες.
Ο Μπομπ Τσίμερμαν πέτυχε το στόχο του να γίνει τραγουδιστής της folk, να βγάζει δίσκους και να παίζει μπροστά σε φανατικούς ακροατές. Ωστόσο, σύντομα η πραγματικότητα θα ξεπερνούσε τις νεανικές φιλοδοξίες του και ο ίδιος θα κατακτούσε μία από τις πιο σημαίνουσες θέσεις στο χώρο της pop. Σε λιγότερο από μια δεκαετία, ο Μπομπ, από ένα απλό παιδί που αγαπούσε τα blues και τα έπαιζε στην κιθάρα του. θα γινόταν ένας κορυφαίος συνθέτης και ερμηνευτής, ο οποίος θα επηρέαζε ολόκληρες γενιές ακροατών και καλλιτεχνών. Στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του, έπαιζε και ερμήνευε τα τραγούδια των καλλιτεχνών που θαύμαζε. Δέκα χρόνια αργότερα, τα δικά του τραγούδια περιέγραφαν με τρόπο εντυπωσιακά πρωτότυπο έναν κόσμο βουτηγμένο στον παραλογισμό. Είχε γίνει ένας καλλιτέχνης αποφασισμένος να κυνηγήσει τη δική του προσωπική μούσα. Και πριν το συνειδητοποιήσει κανείς πίσω στην πατρίδα του, τη Μινεσότα, ο Μπομπ Τσίμερμαν έγινε Bob Dylan, και στη συνέχεια σκέτο... Dylan.
Ελάχιστοι μουσικοί κατάφεραν να επηρεάσουν τόσο αποφασιστικά τη μουσική και τον πολιτισμό, όσο ο Dylan το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα· μόνο ο Elvis Presley και οι Beatles μπορούν να διεκδικήσουν ανάλογες δάφνες. Ο Elvis μύησε τον κόσμο στον συναρπαστικό, σεξουαλικά φορτισμένο ήχο του rock'n'roll, ενός μουσικού είδους το οποίο σφυρηλάτησε την ένωση της μαύρης και της λευκής μουσικής, κιόλα αυτά σ' ένα έθνοςπου σπαρασσόταν από τις φυλετικές διακρίσεις. Οι Beatles έδωσαν στο rock'n'roll βρετανικό χρώμα και συγχρόνως εξερεύνησαν τις άπειρες δυνατότητές του και τελειοποίησαν τις προοπτικές που είχε ως μορφή τέχνης.
Ο Dylan όμως ήταν εκείνος ο οποίος έδωσε συνείδηση στο rock'n'roll και ανέδειξε τη δύναμη του να προκαλεί αλλαγές. Αναβάθμισε τη στιχουργική τέχνη με λέξεις και φράσεις που έρεαν σαν ποίηση. Πριν από τον Dylan, οι στίχοι των περισσότερων pop τραγουδιών ήταν χαριτωμένες εικόνες και ανούσια ευφυολογήματα. Στα τραγούδια του, έγιναν άρθρα της πίστης και μαρτυρίες της αλήθειας. Με τη βοήθεια της φωνής του που κουβαλούσε blues, country και παλιές folk αποχρώσεις, τα τραγούδια του Bob Dylan έγιναν το σύμβολο ενός νέου ρεαλισμού στην αμερικάνικη μουσική.
Ο Dylan γκρέμισε επίσης τα τείχη που είχαν υψώσει οι οπαδοί της παράδοσης, οι οποίοι πίστευαν ότι τα μουσικά είδη οφείλουν να είναι αυστηρά διαχωρισμένα, τόσο στα δισκάδικα όσο και στη σκηνή. Στις αρχές της δεκαετίας του '60, ο Dylan παρουσίαζε την εικόνα ενός folk τραγουδιστή, πιστού στην παράδοση του Woody Guthrie, της Odetta και του Pete Seeger. Εντούτοις, στα μέσα της δεκαετίας άλλαξε εξοπλισμό· έβαλε την κιθάρα του στον ενισχυτή και αγκάλιασε πάλι την πρώτη του αγάπη, το rock'n'roll. Στην πορεία, τα ερωτήματα του τύπου «Τι είναι folk;» ή «Τι σημαίνει rock;» έπαψαν να έχουν νόημα.
Η επιτυχία που γνώρισε ο Dylan ως συνθέτης και ερμηνευτής έγκειται εν μέρει στην απίστευτη ικανότητά του να επινοεί συνεχώς τον εαυτό του. Κατέφθασε στη Νέα Τόρκη ως τραγουδιστής της folk, φορώντας εργατικά ρούχα και έχοντας υιοθετήσει την απλοϊκή, μακρόσυρτη προφορά της Αγριας Δύσης. Έπειτα από μια περίοδο στο Γκρίνουιτς Βίλατζ κατά την οποία απορρόφησε οτιδήποτε είχε να κάνει με τη μουσική, την τέχνη και τη λογοτεχνία, διαβάζοντας τα πάντα, από Μπαλζάκ και Ρεμπό μέχρι τους Beat ποιητές, όπως τον Κόρσο και τον Γκίνσμπεργκ, άλλαξε πάλι ταυτότητα και υιοθέτησε την εικόνα του ποιητή της πόλης. Το 1965, την εποχή δηλαδή που εμφανίστηκε με ηλεκτρική κιθάρα στο Folk Φεστιβάλ του Νιούπορτ, ήταν ήδη η πεμπτουσία αυτού που λέμε κουλ.
Το μαύρο δερμάτινο σακάκι, τα σκούρα γυαλιά, το πουκάμισο με το γιακά κουμπωμένο ως πάνω και οι μυτερές μαύρες μπότες τού έδιναν την εμφάνιση πρωτοπόρου που δεν φοβάται να ρισκάρει ή να απομακρυνθεί απο το δίχτυ ασφαλείας. Η στάση του έδενε απόλυτα με την εικόνα του, και έπειτα από τη σύντομη εμφάνιση του στο Νιούπορτ εκείνη τη χρονιά, η μουσική του έβαλε τέλος σε μιαν ολόκληρη μουσική περίοδο και εγκαινίασε μιαν άλλη. Εντούτοις, όσο γρήγορα κι αν περνούσε ο Dylan από τη μια μουσική ταυτότητα στην άλλη, το κοινό και οι κριτικοί κατάφεραν να τον ακινητοποιήσουν για λίγο και να του φορτώσουν τον αμφίβολο τίτλο του «εκπροσώπου της γενιάς του». Ο Dylan αιφνιδιάστηκε από την αβάσταχτη πίεση που συνεπαγόταν ένα τόσο εντυπωσιακό και βαρυσήμαντο αξίωμα. Δεν βρήκε το ρόλο του γούστου του, και αυτό φάνηκε.
Οι καιροί ήταν εξαιρετικά δύσκολοι για να χριστεί κανείς με τον τίτλο του pop ποιητή της εποχής. Το Αμερικάνικο Όνειρο είχε αρχίσει να ξεφτίζει για τα καλά. Στους δρόμους των πόλεων μαινόταν ο αγώνας για φυλετική ισότητα. Στην Ουάσινγκτον και στα πανεπιστήμια απ' άκρη σε άκρη της χώρας, πλήθαιναν οι διαμαρτυρίες κατά του επικείμενου πολέμου στο Βιετνάμ. Οι πολιτικές δολοφονίες είχαν αφήσει άναυδη την παγκόσμια κοινότητα. Μια νεανική αντικουλτούρα είχε αρχίσει να
αναπτύσσεται, αμφισβητώντας την ίδια την ουσία της εξουσίας. Μέσα σ' αυτόν το σάλο, λοιπόν, ο Dylan έκανε το μόνο που μπορούσε: άφησε τη μουσική του να μιλήσει εξ ονόματος του. Το Λεύκωμα τον Bob Dylan καταγράφει το πώς ο Dylan κατάφερε να εξελιχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους τραγουδοποιούς και ερμηνευτές παγκοσμίως, που επηρέασε με το έργο του όλους σχεδόν τους μεταγενέστερους ομότεχνούς του. Το βιβλίο καλύπτει τα πρώτα χρόνια της καριέρας του: την κρίσιμη δεκαετία 1956-1966.
Αν και διαπραγματεύεται μία μόνο φάση της σταδιοδρομίας του Bob Dylan, η οποία διανύει αισίως την πέμπτη δεκαετία της, η ιστορία της νιότης του καλλιτέχνη είναι τόσο πλούσια και ουσιώδης, ώστε να δικαιολογεί τη συγγραφή ενός βιβλίου αφιερωμένου αποκλειστικά σε αυτήν. Όντας άτομο αινιγματικό και σχεδόν πάντοτε απρόβλεπτο, η απήχηση του Dylan στην pop κουλτούρα μπορεί να παρεξηγήθηκε μερικές φορές, σπάνια όμως υποτιμήθηκε. Ο Bruce Springsteen το διατύπωσε άψογα στην ομιλία του για την ένταξη του Dylan στο Rock and Roll Hall of Fame, το 1988: «Όπως ο Elvis απελευθέρωσε το σώμα μας, ο Bob απελευθέρωσε το πνεύμα μας». Bob Dylan: μια φωνή μοναδική.
Taste :
Bob Dylan - Mr. Tambourine Man
By Electric Looser
2 σχόλια:
Joni Mitchell likes to hate Bob Dylan. Mitchell is upset that Dylan got so wildly rich and famous compared to herself, Mitchell, who is only just another big star and not a couple 'orders of magnitude' more famous, like Bob Dylan. Mitchell likes to mock Dylan claiming he is more of a cartoon person than an authentic artist.
Certainly the famous video of Stevie Wonder showing Bob Dylan how to 'sing like Bob Dylan' in the historic 'making of we are the world - musicians aid to children video. That one bit of evidence of, that Bob Dylan is a big phony... lends credibility to Joni Mitchell's claim ... However people are all phonies and certainly Bob Dylan's, 'Knocking On Heaven's Door', is one of the most beautiful pieces of poetry and music of all time.... Joni Mitchel reveals herself to be phony and shallow due to her continual hatred and envy of Bob Dylan.
(y)
Δημοσίευση σχολίου